σύρτις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(13_3)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1041.png Seite 1041]] ἡ, die Syrte, eine Sandbank im Meere, bes. an der libyschen Küste, s. nom. pr.; übh. eine Bank bewegliches Sandes, die der Wind zusammengeführt hat, Flugsand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1041.png Seite 1041]] ἡ, die Syrte, eine Sandbank im Meere, bes. an der libyschen Küste, s. nom. pr.; übh. eine Bank bewegliches Sandes, die der Wind zusammengeführt hat, Flugsand.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σύρω]]; a [[shoal]] (from the [[sand]] [[drawn]] [[thither]] by the waves), i.e. the Syrtis Major or [[great]] [[bay]] on the [[north]] [[coast]] of [[Africa]]: quicksands.
}}
{{grml
|mltxt=-έως, η, ΝΑ, και γεν. σύρτιος και σύρτιδος Α<br /><b>ως κύριο όν.</b> ἡ [[Σύρτις]]<br />[[ονομασία]] δύο μεγάλων τεναγωδών κόλπων, της Λιβυκής θάλασσας που εισχωρούν σε μεγάλο [[μέρος]] της χώρας, [[δηλαδή]] της Λιβύης (α. «[[μεγάλη]] [[Σύρτις]]» β. «μικρή [[Σύρτις]]» γ. «[[μείζων]] [[Σύρτις]]» δ. «[[ελάσσων]] [[Σύρτις]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ωκεαν.</b> [[αμμώδης]] [[έξαρση]] του θαλάσσιου βυθού η οποία μεταβάλλει [[σχήμα]] και αλλάζει [[θέση]] ανάλογα με τα [[εκάστοτε]] επικρατούντα ρεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> όλεθρος, [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[τοπωνύμιο]] [[Σύρτις]] έχει σχηματιστεί από το ρ. [[σύρω]] (<b>πρβλ.</b> [[συρτός]], [[σύρτης]]) λόγω του ότι οι δύο αυτοί κόλποι της Μεσογείου ήταν αμμώδεις και διαμορφώνονταν από το [[ρεύμα]] της θάλασσας που παρέσυρε την άμμο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό, [[καθώς]] και μεταφορικά με τη σημ. «[[καταστροφή]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 1041] ἡ, die Syrte, eine Sandbank im Meere, bes. an der libyschen Küste, s. nom. pr.; übh. eine Bank bewegliches Sandes, die der Wind zusammengeführt hat, Flugsand.

English (Strong)

from σύρω; a shoal (from the sand drawn thither by the waves), i.e. the Syrtis Major or great bay on the north coast of Africa: quicksands.

Greek Monolingual

-έως, η, ΝΑ, και γεν. σύρτιος και σύρτιδος Α
ως κύριο όν.Σύρτις
ονομασία δύο μεγάλων τεναγωδών κόλπων, της Λιβυκής θάλασσας που εισχωρούν σε μεγάλο μέρος της χώρας, δηλαδή της Λιβύης (α. «μεγάλη Σύρτις» β. «μικρή Σύρτις» γ. «μείζων Σύρτις» δ. «ελάσσων Σύρτις»)
νεοελλ.
ωκεαν. αμμώδης έξαρση του θαλάσσιου βυθού η οποία μεταβάλλει σχήμα και αλλάζει θέση ανάλογα με τα εκάστοτε επικρατούντα ρεύματα
αρχ.
μτφ. όλεθρος, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τοπωνύμιο Σύρτις έχει σχηματιστεί από το ρ. σύρω (πρβλ. συρτός, σύρτης) λόγω του ότι οι δύο αυτοί κόλποι της Μεσογείου ήταν αμμώδεις και διαμορφώνονταν από το ρεύμα της θάλασσας που παρέσυρε την άμμο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό, καθώς και μεταφορικά με τη σημ. «καταστροφή»].