ασκός: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> | |mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> > <i>σκ</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. [[ασκός]] προέρχεται από ΙΕ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- / <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- (όπου το <i>∂</i><sub>2</sub> αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το <i>α</i>- στη Χεττιτική δε με το <i>h</i>- στον τ. <i>hatk</i>-). Η [[σύνδεση]] της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα <i>Fασκώνδας</i>, που ανάγεται σε τ. <i>Fαρσκός</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>vraska</i>- «[[τομή]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική λόγω της απουσίας του <i>F</i> στον ομηρικό ήδη τ. [[ασκός]]. Επίσης, οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. με το ρ. <i>ασκέω</i> (-<i>ώ</i>) ή με το [[νάκος]] «[[δέρμα]]» (πρβλ. αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «[[δέρμα]]») ή με το <i>αγ</i>-<i>σκός</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>aja</i>-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. [[ασκός]] αρχικά δηλώνει «το [[δέρμα]] γδαρμένου ζώου», [[σημασία]] από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «[[τουλούμι]], [[ασκός]] για [[κρασί]]» και «[[φυσερό]]» ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττική), ενώ [[συχνά]] απαντά με μεταφορική [[χρήση]] για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την [[κοιλιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασκί]] (-<i>ίον</i>), [[ασκίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκίδιον]], [[άσκωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκοδέτης]], [[ασκοδορώ]], [[ασκοθύλακος]], [[ασκοπήρα]], [[ασκοπυτίνη]], [[ασκοφόρος]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[ασκοδάβλα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
ο (AM ἀσκός)
1. σάκος από δέρμα ζώου
2. μτφ. ο περήφανος, ο φαντασμένος
αρχ.
1. το φυσερό
2. η κοιλιά
3. φρ. «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — γδέρνω κάποιον ζωντανό ή τον κακοποιώ βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λ. με αρχ. ινδ. άtkα- «ενδυμασία, περιβολή», αβεστ. aδka-προσκρούει στη φωνητική δυσκολία tk > σκ, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. ασκός προέρχεται από ΙΕ. ∂2d-ek- / ∂2d-ek- (όπου το ∂2 αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το α- στη Χεττιτική δε με το h- στον τ. hatk-). Η σύνδεση της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα Fασκώνδας, που ανάγεται σε τ. Fαρσκός (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-vraska- «τομή») δεν είναι ικανοποιητική λόγω της απουσίας του F στον ομηρικό ήδη τ. ασκός. Επίσης, οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. με το ρ. ασκέω (-ώ) ή με το νάκος «δέρμα» (πρβλ. αγγλοσαξ. noesc «δέρμα») ή με το αγ-σκός (πρβλ. αρχ. ινδ. aja-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. ασκός αρχικά δηλώνει «το δέρμα γδαρμένου ζώου», σημασία από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «τουλούμι, ασκός για κρασί» και «φυσερό» (Όμηρος, Ιων.-Αττική), ενώ συχνά απαντά με μεταφορική χρήση για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την κοιλιά».
ΠΑΡ. ασκί (-ίον), ασκίτης
αρχ.
ασκίδιον, άσκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ασκοδέτης, ασκοδορώ, ασκοθύλακος, ασκοπήρα, ασκοπυτίνη, ασκοφόρος
(μσν.νεοελλ.) ασκοδάβλα].