συννέω: Difference between revisions

From LSJ

ὅπουλεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν → if a lionskin doesn't do the trick, put on the fox | if force doesn't work, try cunning | where the lion's skin will not reach, it must be patched out with the fox's

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συννέω:''' <b class="num">I</b> [[νέω]] II] плыть вместе (τινι Luc.).<br />ион. [[συννήω]] [[νέω]] IV] нагромождать, наваливать (ἀκόντια ἐς τοὺς θαλάμους Her.; sc. τοὺς νεκροὺς ἐπ᾽ ἀλλήλοις Thuc.): σ. [[πυρήν]] Her. складывать костер.
|elrutext='''συννέω:'''<br /><b class="num">I</b> [[νέω]] II] плыть вместе (τινι Luc.).<br />ион. [[συννήω]] [[νέω]] IV] нагромождать, наваливать (ἀκόντια ἐς τοὺς θαλάμους Her.; sc. τοὺς νεκροὺς ἐπ᾽ ἀλλήλοις Thuc.): σ. [[πυρήν]] Her. складывать костер.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:00, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέω Medium diacritics: συννέω Low diacritics: συννέω Capitals: ΣΥΝΝΕΩ
Transliteration A: synnéō Transliteration B: synneō Transliteration C: synneo Beta Code: sunne/w

English (LSJ)

(A), (νέω A)

   A swim together, Luc.Tox.20, Ael.NA1.17; τινι Luc.Philops.34.
συννέω (B), (νέω c)

   A pile or heap together, heap up, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Hdt.1.34; συννήσας πυρήν ib.86, 7.107:— Ion. 3pl. pf. Pass. συννενέᾰται Id.2.135, 4.62; τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων Th.7.87.

Greek (Liddell-Scott)

συννέω: (πρβλ. νέω Δ) μέλλ. -νήσω· συσσωρεύω, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Ἡρόδ. 1. 34· συννήσας πυρὴν αὐτόθι 86., 7. 107· Ἰων. παθ. πρκμ. γϳ πρόσ. ἑνικ. συννενέαται Ἡρόδ. 2. 135, 4. 62 τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἀλλήλοις ξυννενημένων Θουκ. 7. 87.

French (Bailly abrégé)

1nager avec, τινι.
Étymologie: σύν, νέω².
2filer ou tisser ensemble.
Étymologie: σύν, νέω³.
3f. συννήσω, ao. συνένησα, pf. Pass. συννένημαι;
entasser, amonceler : πυρήν HDT construire un bûcher avec du bois amoncelé ; τῶν νεκρῶν ἐπ’ ἀλλήλοις ξυννενημένων THC les cadavres étant amoncelés les uns sur les autres.
Étymologie: σύν, νέω⁴.

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»].
(II)
και ιων. τ. συννήω Α
συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ.
β. «ἀκόντια καὶ τοιαῡτα πάντα ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

συννέω: μέλ. νεύσομαι, κολυμπώ μαζί ή με, σε Λουκ.
συννέω: μέλ. -νήσω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, επισωρεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. ξυννενημένος, σε Θουκ.· Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. συννενέᾰται, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συννέω:
I νέω II] плыть вместе (τινι Luc.).
ион. συννήω νέω IV] нагромождать, наваливать (ἀκόντια ἐς τοὺς θαλάμους Her.; sc. τοὺς νεκροὺς ἐπ᾽ ἀλλήλοις Thuc.): σ. πυρήν Her. складывать костер.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέω [σύν, νέω] meezwemmen.
συννέω, Att. ξυννέω [σύν, νέω] Ion. perf. med. 3 pl. συννενέαται op een hoop gooien:. πυρὴν σ. een brandstapel bouwen Hdt. 1.86.2.

Middle Liddell

1 fut. -νήσω
to pile or heap together, heap up, Hdt.:—Pass., perf. part. ξυννενημένος Thuc.; ionic 3rd pl. perf. pass. συννενέᾰται Hdt.
2 fut. -νεύσομαι
to swim together or with, Luc.