επιταράσσω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιταράσσω]] και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[ταράσσω]], [[διαταράσσω]] επί [[πλέον]] («αὐτὸν ἡ [[ὄψις]] τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διακόπτω]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]], [[προκαλώ]] [[σύγχυση]] ή [[ταραχή]] («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[ἐπιταράσσω]] και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[ταράσσω]], [[διαταράσσω]] επί [[πλέον]] («αὐτὸν ἡ [[ὄψις]] τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διακόπτω]], [[σκεπάζω]] [[κάτι]], [[προκαλώ]] [[σύγχυση]] ή [[ταραχή]] («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)
1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.)
2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.).