επιτηδεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτηδεύω]]) [[επιτήδειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με υπερβολική [[λεπτολογία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επιτηδεύομαι</i><br />[[ασχολούμαι]] [[επιδέξια]] με [[κάτι]], [[είμαι]] [[επιτήδειος]], [[δεξιοτέχνης]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] κάποιο [[επάγγελμα]] («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[συνηθίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[γίνομαι]], διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)<br />β) (για [[σκύλο]]) εξασκούμαι από κάποιον σε [[κάτι]] («[[κύνας]] εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ [[κατά]] [[πόδας]] αἱρεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (απόλ. σε μτχ. αορ.), <i>ἐπιτηδεύσας</i><br />[[αντί]] του [[επίτηδες]] («ἐκείμην αὐτοῡ [[πλησίον]] ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — [[χωρίς]] [[καμιά]] [[προμελέτη]] έκ μέρους μας.
|mltxt=(AM [[ἐπιτηδεύω]]) [[επιτήδειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με υπερβολική [[λεπτολογία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επιτηδεύομαι</i><br />[[ασχολούμαι]] [[επιδέξια]] με [[κάτι]], [[είμαι]] [[επιτήδειος]], [[δεξιοτέχνης]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] κάποιο [[επάγγελμα]] («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[συνηθίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[γίνομαι]], διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)<br />β) (για [[σκύλο]]) εξασκούμαι από κάποιον σε [[κάτι]] («[[κύνας]] εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ [[κατά]] [[πόδας]] αἱρεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (απόλ. σε μτχ. αορ.), <i>ἐπιτηδεύσας</i><br />[[αντί]] του [[επίτηδες]] («ἐκείμην αὐτοῦ [[πλησίον]] ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — [[χωρίς]] [[καμιά]] [[προμελέτη]] έκ μέρους μας.
}}
}}

Revision as of 12:26, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηδεύω) επιτήδειος
νεοελλ.
1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία
2. μέσ. επιτηδεύομαι
ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι
3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι
μσν.
1. επινοώ, μηχανεύομαι
2. παθ. κατορθώνω
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
1. ασκώ κάποιο επάγγελμα («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», Ηρόδ.)
2. (με απρμφ.) επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, συνηθίζω να κάνω κάτι («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», Ηρόδ.)
3. παθ. α) γίνομαι, διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)
β) (για σκύλο) εξασκούμαι από κάποιον σε κάτικύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατά πόδας αἱρεῑν», Ξεν.)
4. (απόλ. σε μτχ. αορ.), ἐπιτηδεύσας
αντί του επίτηδες («ἐκείμην αὐτοῦ πλησίον ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)
6. φρ. «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — χωρίς καμιά προμελέτη έκ μέρους μας.