νέμηση: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
(26)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νέμησις]], -έως, ιων. γεν. -ιος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα [[διανομή]] της περιουσίας του [[μεταξύ]] τών κατιόντων του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανομή]], [[μοίρασμα]] («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.)<br /><b>2.</b> η [[περιοχή]], το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[διάδοση]], [[εξάπλωση]], [[επέκταση]] («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νεμητής]])<br />για τη σημ. του τ. <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
|mltxt=η (Α [[νέμησις]], -έως, ιων. γεν. -ιος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα [[διανομή]] της περιουσίας του [[μεταξύ]] τών κατιόντων του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διανομή]], [[μοίρασμα]] («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῦ χωρίου», Ισαί.)<br /><b>2.</b> η [[περιοχή]], το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[διάδοση]], [[εξάπλωση]], [[επέκταση]] («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμη</i>- του [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> [[νέμημα]], [[νεμητής]])<br />για τη σημ. του τ. <b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α νέμησις, -έως, ιων. γεν. -ιος)
νεοελλ.
(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή της περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του
αρχ.
1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῦ χωρίου», Ισαί.)
2. η περιοχή, το έδαφος
3. διάδοση, εξάπλωση, επέκταση («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νεμητής)
για τη σημ. του τ. βλ. και λ. νέμω.