παραιρώ: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(30)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραιροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον και το [[οικειοποιούμαι]] («πόλεις παραιρεῑται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]], [[παίρνω]] («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μειώνω]], [[μετριάζω]], [[λιγοστεύω]] («τοῡτο παραιρεῑται τὴν [[θρασύτητα]] τὴν τούτων», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα ή, γενικά, από [[κάτι]] το οποίο είχε<br />ε) [[στερώ]] τον εαυτό μου από [[κάτι]]<br />στ) (για ποταμό) [[αποκόβω]], [[παρασύρω]]<br />ζ) [[υπεξαιρώ]], [[κλέβω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραιρεῑν ἀρὰν εἴς τινα» — [[αποφεύγω]] [[κατάρα]] στρέφοντάς την [[εναντίον]] άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῑλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=-έω, Α [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραιροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον και το [[οικειοποιούμαι]] («πόλεις παραιρεῑται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]], [[παίρνω]] («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μειώνω]], [[μετριάζω]], [[λιγοστεύω]] («τοῦτο παραιρεῑται τὴν [[θρασύτητα]] τὴν τούτων», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα ή, γενικά, από [[κάτι]] το οποίο είχε<br />ε) [[στερώ]] τον εαυτό μου από [[κάτι]]<br />στ) (για ποταμό) [[αποκόβω]], [[παρασύρω]]<br />ζ) [[υπεξαιρώ]], [[κλέβω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραιρεῑν ἀρὰν εἴς τινα» — [[αποφεύγω]] [[κατάρα]] στρέφοντάς την [[εναντίον]] άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῑλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

-έω, Α αιρώ
1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω
2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)
3. μέσ. παραιροῡμαι, -έομαι
α) αποσπώ κάτι από κάποιον και το οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ, παίρνω («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», Ξεν.)
γ) μειώνω, μετριάζω, λιγοστεύω («τοῦτο παραιρεῑται τὴν θρασύτητα τὴν τούτων», Δημοσθ.)
δ) στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα ή, γενικά, από κάτι το οποίο είχε
ε) στερώ τον εαυτό μου από κάτι
στ) (για ποταμό) αποκόβω, παρασύρω
ζ) υπεξαιρώ, κλέβω
4. φρ. «παραιρεῑν ἀρὰν εἴς τινα» — αποφεύγω κατάρα στρέφοντάς την εναντίον άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῑλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», Ευρ.).