προσαφής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έρχεται σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ [[στόμαχος]] τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<i>ἀφή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-[[αφής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έρχεται σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ [[στόμαχος]] τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<i>ἀφή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-[[αφής]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.
|elnltext=προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰφής Medium diacritics: προσαφής Low diacritics: προσαφής Capitals: ΠΡΟΣΑΦΗΣ
Transliteration A: prosaphḗs Transliteration B: prosaphēs Transliteration C: prosafis Beta Code: prosafh/s

English (LSJ)

ές,

   A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.

German (Pape)

[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συν-αφής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.