πρόσθεση: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(35)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πρόσθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίθεσις]], Α [[προστίθημι]]<br /><b>1.</b> το να προστίθεται [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]] (α. «η [[πρόσθεση]] νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», <b>Πλάτ.</b><br />β) «[[αὔξησις]] κατὰ πρόσθεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η [[συνένωση]] δύο ή περισσότερων αριθμών και τών [[μερών]] τους σε έναν μόνο αριθμό<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[προσθήκη]] φθόγγου ή γράμματος στην [[αρχή]], στη [[μέση]] ή στο [[τέλος]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προστίθεται, να τοποθετείται [[κάτι]] [[πάνω]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[πρόσθεσις]] ναρθήκων», Ιππιατρ.<br />β. «[[κόμης]] προσθέσεις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> η προσκόληση («[[πρόσθεσις]] ζῳδίων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παροχή]], [[χορήγηση]] τροφής, [[θρέψη]]<br /><b>4.</b> [[επαύξηση]]<br /><b>5.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συγκατάθεση]]<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]], [[αρωγή]] («[[πρόσθεσις]] τοῡ θεοῡ», Πολύαιν.)<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> [[παύση]] δύο χρόνων<br /><b>8.</b> <b>(λογ.)</b> [[προσθήκη]] γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.
|mltxt=η / [[πρόσθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίθεσις]], Α [[προστίθημι]]<br /><b>1.</b> το να προστίθεται [[κάτι]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]] (α. «η [[πρόσθεση]] νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», <b>Πλάτ.</b><br />β) «[[αὔξησις]] κατὰ πρόσθεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η [[συνένωση]] δύο ή περισσότερων αριθμών και τών [[μερών]] τους σε έναν μόνο αριθμό<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[προσθήκη]] φθόγγου ή γράμματος στην [[αρχή]], στη [[μέση]] ή στο [[τέλος]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προστίθεται, να τοποθετείται [[κάτι]] [[πάνω]] ή [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[πρόσθεσις]] ναρθήκων», Ιππιατρ.<br />β. «[[κόμης]] προσθέσεις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> η προσκόληση («[[πρόσθεσις]] ζῳδίων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παροχή]], [[χορήγηση]] τροφής, [[θρέψη]]<br /><b>4.</b> [[επαύξηση]]<br /><b>5.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συγκατάθεση]]<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]], [[αρωγή]] («[[πρόσθεσις]] τοῦ θεοῡ», Πολύαιν.)<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> [[παύση]] δύο χρόνων<br /><b>8.</b> <b>(λογ.)</b> [[προσθήκη]] γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.
}}
}}

Revision as of 13:05, 15 February 2019

Greek Monolingual

η / πρόσθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α προστίθημι
1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ.
β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν», Αριστοτ.)
2. μαθ. μία από τις τέσσερεις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών και τών μερών τους σε έναν μόνο αριθμό
3. γραμμ. η προσθήκη φθόγγου ή γράμματος στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος μιας λέξης
αρχ.
1. το να προστίθεται, να τοποθετείται κάτι πάνω ή δίπλα σε κάτι άλλο (α. «πρόσθεσις ναρθήκων», Ιππιατρ.
β. «κόμης προσθέσεις», Φιλόστρ.)
2. η προσκόληση («πρόσθεσις ζῳδίων», επιγρ.)
3. παροχή, χορήγηση τροφής, θρέψη
4. επαύξηση
5. επιδοκιμασία, συγκατάθεση
6. βοήθεια, αρωγήπρόσθεσις τοῦ θεοῡ», Πολύαιν.)
7. μουσ. παύση δύο χρόνων
8. (λογ.) προσθήκη γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.