ραθυμία: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(35)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 15 February 2019

Greek Monolingual

η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψίαῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).