τᾶλις: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(1b) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τᾶλις]], ιδος, ἡ,<br />a marriageable [[maiden]], Soph. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[[τᾶλις]], ιδος, ἡ,<br />a marriageable [[maiden]], Soph. [deriv. uncertain] | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τᾶλις''': -ιδος<br />{tãlis}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[junges]], [[mannbares Mädchen]], [[Braut]] (S. ''Ant''. 629 [anap.], Kall. ''Ait''. 3, 1, 3).<br />'''Etymology''' : Viell. äol. Form von [[τῆλις]], s.d.<br />'''Page''' 2,850 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 2 October 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A marriageable maiden, S.Ant.629 (anap.), Call.Aet. 3.1.3. (Aeol. word acc. to Sch.S.l.c.: also, betrothed maiden, married woman, and bride, acc. to Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, ein mannbares Mädchen, Braut, Soph. Ant. 625; nach Hesych. ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν; Phot. citirt es auch aus Ar.
Greek (Liddell-Scott)
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη εἰς ἡλικίαν γάμου καὶ ὀνομασθεῖσα τινὶ νύμφη, Σοφ. Ἀντ. 629, Καλλ. Ἀποσπ. 210. (Αἰολ. λέξ. κατὰ τὸν Σχολ. Σοφ. Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὸ θῆλυς· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ Σανσκρ. Taru.nî (νεαρὰν κόρην).) - Καθ’ Ἡσύχ.: «τᾶλις· ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην», ἴδε σημ. Jebb. εἰς Σοφ. Ἀντιγόνην ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε καὶ Σεμιτέλ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jeune fille nubile.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
-άλιδος, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. κόρη σε ηλικία γάμου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.).
Greek Monotonic
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη σε ηλικία γάμου, παρθένος, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
τᾶλις: ιδος ἡ взрослая девушка, невеста Soph.
Middle Liddell
τᾶλις, ιδος, ἡ,
a marriageable maiden, Soph. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
τᾶλις: -ιδος
{tãlis}
Grammar: f.
Meaning: junges, mannbares Mädchen, Braut (S. Ant. 629 [anap.], Kall. Ait. 3, 1, 3).
Etymology : Viell. äol. Form von τῆλις, s.d.
Page 2,850