ψευδαπόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(c2)
(cc2)
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':yeudapÒstoloj 普修得-阿坡-士拖羅士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':假-從-安放<p>'''字義溯源''':假使徒;由([[ψευδής]])=假的)與([[ἀπόστολος]])=使徒,使者)組成,其中 ([[ψευδής]])出自([[ψεύδομαι]])=撒謊),而 ([[ἀπόστολος]])出自([[ἀποστέλλω]] / [[ἐμπέμπω]])=打發), ([[ἀποστέλλω]] / [[ἐμπέμπω]])又由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[στέλλω]])*=阻止,指使)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);林後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 假使徒(1) 林後11:13
|sngr='''原文音譯''':yeudapÒstoloj 普修得-阿坡-士拖羅士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':假-從-安放<br />'''字義溯源''':假使徒;由([[ψευδής]])=假的)與([[ἀπόστολος]])=使徒,使者)組成,其中 ([[ψευδής]])出自([[ψεύδομαι]])=撒謊),而 ([[ἀπόστολος]])出自([[ἀποστέλλω]] / [[ἐμπέμπω]])=打發), ([[ἀποστέλλω]] / [[ἐμπέμπω]])又由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[στέλλω]])*=阻止,指使)組成<br />'''出現次數''':總共(1);林後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 假使徒(1) 林後11:13
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδαπόστολος Medium diacritics: ψευδαπόστολος Low diacritics: ψευδαπόστολος Capitals: ΨΕΥΔΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: pseudapóstolos Transliteration B: pseudapostolos Transliteration C: psevdapostolos Beta Code: yeudapo/stolos

English (LSJ)

ὁ,

   A false ambassador or apostle, 2 Ep.Cor.11.13.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher Gesandter, Apostel, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψευδὴς ἀπόστολος ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux apôtre.
Étymologie: ψευδής, ἀπόστολος.

English (Strong)

from ψευδής and ἀπόστολος; a spurious apostle, i.e. pretended pracher: false teacher.

English (Thayer)

ψευδαποστολου, ὁ (ψευδής and ἀπόστολος), a false apostle, one who falsely claims to be an ambassador of Christ: 2 Corinthians 11:13.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος του ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀπόστολος.

Greek Monotonic

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψεύτικος απόστολος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψευδαπόστολος: ὁ лжеапостол NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδαπόστολος -ου, ὁ [ψευδής, ἀπόστολος] valse apostel. NT.

Middle Liddell

ψευδ-ᾰπόστολος, ὁ,
a false apostle, NTest.

Chinese

原文音譯:yeudapÒstoloj 普修得-阿坡-士拖羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:假-從-安放
字義溯源:假使徒;由(ψευδής)=假的)與(ἀπόστολος)=使徒,使者)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀπόστολος)出自(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發), (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 假使徒(1) 林後11:13