непостижимый: Difference between revisions
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄβυσσος]], [[ἄλογος]], [[αἰπεινός]], [[δυσπαρακολούθητος]], [[ἐπάργεμος]], [[ἄφραστος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀνερεύνητος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀτέκμαρτος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀνεπινόητος]], [[ἀκατανόητος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀνεξεραύνητος]], [[ἀνώϊστος]], [[ἄληπτος]], [[δυσάλωτος]] | |rueltext=[[ἀσύνετος]], [[ἄβυσσος]], [[ἄλογος]], [[αἰπεινός]], [[δυσπαρακολούθητος]], [[ἐπάργεμος]], [[ἄφραστος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀνερεύνητος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀτέκμαρτος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀνεπινόητος]], [[ἀκατανόητος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀνεξεραύνητος]], [[ἀνώϊστος]], [[ἄληπτος]], [[δυσάλωτος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀσύνετος, ἄβυσσος, ἄλογος, αἰπεινός, δυσπαρακολούθητος, ἐπάργεμος, ἄφραστος, ἀκατάληπτος, ἀνερεύνητος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίληπτος, ἀτέκμαρτος, ἄσκοπος, ἀνεπινόητος, ἀκατανόητος, ἀπερινόητος, ἀδιανόητος, ἀνεξεραύνητος, ἀνώϊστος, ἄληπτος, δυσάλωτος