усиливать: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσεπιτείνω]], [[ἐποικοδομέω]], [[προσκαταπυκνόω]], [[προσεπισχυρίζω]], [[ὀφέλλω]], [[ἐπιτείνω]], [[συντείνω]], [[συνεπιτείνω]], [[προσαυξάνω]], [[ἐκκινέω]], [[τονόω]], [[προσσυμβάλλομαι]], [[προσξυμβάλλομαι]], [[ἐναυξάνω]], [[μεγαλύνω]], [[αὐξάνω]], [[ἀέξω]], [[κρατύνω]], [[καρτύνω]], [[ἰσχυροποιέω]], [[βεβαιόω]], [[συνεπαγωνίζομαι]], [[δυναμόω]], [[ἐπισφοδρύνω]], [[στερροποιέομαι]] | |rueltext=[[τείνω]], [[προάγω]], [[προσλαμβάνω]], [[προσεπιτείνω]], [[ἐποικοδομέω]], [[προσκαταπυκνόω]], [[προσεπισχυρίζω]], [[ὀφέλλω]], [[ἐπιτείνω]], [[συντείνω]], [[συνεπιτείνω]], [[προσαυξάνω]], [[ἐκκινέω]], [[τονόω]], [[προσσυμβάλλομαι]], [[προσξυμβάλλομαι]], [[ἐναυξάνω]], [[μεγαλύνω]], [[αὐξάνω]], [[ἀέξω]], [[κρατύνω]], [[καρτύνω]], [[ἰσχυροποιέω]], [[βεβαιόω]], [[συνεπαγωνίζομαι]], [[δυναμόω]], [[ἐπισφοδρύνω]], [[στερροποιέομαι]], [[ἐξακριβόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:06, 15 October 2019
Russian > Greek
τείνω, προάγω, προσλαμβάνω, προσεπιτείνω, ἐποικοδομέω, προσκαταπυκνόω, προσεπισχυρίζω, ὀφέλλω, ἐπιτείνω, συντείνω, συνεπιτείνω, προσαυξάνω, ἐκκινέω, τονόω, προσσυμβάλλομαι, προσξυμβάλλομαι, ἐναυξάνω, μεγαλύνω, αὐξάνω, ἀέξω, κρατύνω, καρτύνω, ἰσχυροποιέω, βεβαιόω, συνεπαγωνίζομαι, δυναμόω, ἐπισφοδρύνω, στερροποιέομαι, ἐξακριβόω