δυναμόω
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
A strengthen, LXX Ec.10.10, Thd.Da.9.27, Polem.Call. 30, Porph.Sent.35, Sall.16, Procl.Inst.70, al.:—Pass., Ep.Col.1.11, etc.
2 in magic, put power into, σῶμα PMag.Leid.W.7.16; πρᾶγμα ib.V.8.19; τινά PMag.Par.1.197:—Pass., PMag.Berol.2.121.
Spanish (DGE)
1 fortalecer, potenciar δυνάμωσον ... τοῦτο ὃ κατειργάσω ἡμῖν fortalece lo que has obrado en favor nuestro LXX Ps.67.29, δυνάμεις LXX Ec.10.10, ἑαυτὴν δυναμοῦσα (ἡ δύναμις) Porph.Sent.35, λόγου τὴν ζωὴν δυναμοῦντος Sallust.16, cf. Procl.Inst.70, c. dat. instrum. διαθήκην πολλοῖς Thd.Da.9.27
•en v. med.-pas. (ἡμεῖς) ἐν πάσῃ δυνάμει δυναμούμενοι Ep.Col.1.11, cf. Aq.Ib.36.9, Ps.64.4
•c. inf. δυναμούμενον τῇ ζήσει τοῦ πνεύματος πολλὰ μὲν κατορθῶσαι τῶν δεόντων fortalecido por el fervor del espíritu para enderezar mucho de lo debido Gr.Naz.Ep.216.3.
2 dar poder, facultar en v. pas. δύναμις ... εἰς αὐτὸ τοῦτο δυναμωθεῖσα παρὰ τῆς τὸ πᾶν οἰκονομούσης δυνάμεως potencia ... facultada para ese fin por la potencia que ordena el universo Gr.Nyss.Or.Catech.23.1
•mág. conferir poder, llenar de poder mágico δυνάμωσόν με, δέσποτα PMag.22b.23, cf. 4.197, δυνάμωσόν μοι τοῦτο πρᾶγμα PMag.12.266, en v. pas. ἐδυναμώθην τῷ ἱερῷ σου ὀνόματι PMag.4.216, cf. 2.121.
German (Pape)
[Seite 673] stark machen, befestigen, Sp.
French (Bailly abrégé)
δυναμῶ :
fortifier, rendre puissant ; revigorer.
Étymologie: δύναμις.
Russian (Dvoretsky)
δυναμόω: усиливать, укреплять (ἐν πάσῃ δυνάμει δυναμούμενοι NT).
Greek (Liddell-Scott)
δῠνᾰμόω: ἐνισχύω, Ἑβδ. (Ἐκκλ. ι’, 10), Θεόδοτ. Δαν. 9. 27·- συνήθ. ἐν τῷ παθ., Ἐπ. π. Κολοσσ. α΄, 11, Εὐσ., κτλ.
English (Strong)
from δύναμις; to enable: strengthen.
English (Thayer)
δυνάμω: (present passive δυναμοῦμαι); to make strong, confirm, strengthen: WH marginal reading); 1st aorist ἐδυναμώθησαν, R G ἐνεδυναμώθησαν). (Theod.; Aq.; Aq.) and occasionally in ecclesiastical and Byzantine writings; cf. Lob. ad Phryn., p. 605; (Winer's Grammar, 26 (25)).) (Compare: ἐνδυναμόω.)
Greek Monotonic
δῠνᾰμόω: μέλ. -ώσω, δυναμώνω, ισχυροποιώ, ενισχύω, σε Παθ., Κ.Δ.
Middle Liddell
δῠνᾰμόω, fut. -ώσω
to strengthen: Pass., NTest.
Chinese
原文音譯:dunamÒw 低那摩哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使)能
字義溯源:使能夠,加力,加強;源自(δύναμις)=能力);而 (δύναμις)出自(δύναμαι)*=能夠)。參讀 (βεβαιόω)同義字
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 來加強(1) 西1:11
Léxico de magia
1 llenar de poder mágico al mago δυνάμωσον, ἱκετῶ, δός τε μοι ταύτην τὴν χάριν lléname de poder, te lo suplico, dame esta gracia P IV 197 P XXIIb 23 la práctica τέλεσόν μοι καὶ δυνάμωσόν μοι τοῦτο πρᾶγμα realiza para mí esta práctica y llénala de poder mágico P XII 266 un cadáver ἐμπνευμάτωσον, δυνάμωσον, διαέγειρον ... τόδε τὸ σῶμα llena de espíritu, llena de poder, despierta este cuerpo P XIII 279 2 en v. med. y med.-pas. estar lleno de poder mágico κλῦθί μοι, ... ὁ ἑαυτῷ συνγινόμενος καὶ δυναμούμενος escúchame, tú que estás unido a ti mismo y estás lleno de poder mágico P II 121 ἐδυναμώθην τῷ ἱερῷ σου ὀνόματι quedé lleno de poder por medio de tu sagrado nombre P IV 216