понимать: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[χωρέω]], [[παρακολουθέω]], [[κατανοέω]], [[ἀποδέχομαι]], [[ἀποδέκομαι]], [[δέχομαι]], [[δέκομαι]], [[συνεκδέχομαι]], [[προσκατανοέω]], [[ἐπακολουθέω]] | |rueltext=[[προσβάλλω]], [[ἐπακούω]], [[ὑπακούω]], [[αἰσθάνομαι]], [[καταμανθάνω]], [[μανθάνω]], [[κάτοιδα]], [[συνίημι]], [[ἐπαΐω]], [[χωρέω]], [[παρακολουθέω]], [[κατανοέω]], [[ἀποδέχομαι]], [[ἀποδέκομαι]], [[δέχομαι]], [[δέκομαι]], [[συνεκδέχομαι]], [[προσκατανοέω]], [[ἐπακολουθέω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[ἐννοέω]], [[ὑπαγορεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[συμφρονέω]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἕπομαι]], [[ἀκούω]], [[συντίθημι]], [[διαλαμβάνω]], [[συνέπομαι]], [[κατέχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
προσβάλλω, ἐπακούω, ὑπακούω, αἰσθάνομαι, καταμανθάνω, μανθάνω, κάτοιδα, συνίημι, ἐπαΐω, χωρέω, παρακολουθέω, κατανοέω, ἀποδέχομαι, ἀποδέκομαι, δέχομαι, δέκομαι, συνεκδέχομαι, προσκατανοέω, ἐπακολουθέω, ἐκλαμβάνω, ἐννοέω, ὑπαγορεύω, συλλαμβάνω, συμφρονέω, ἐκδέχομαι, ἕπομαι, ἀκούω, συντίθημι, διαλαμβάνω, συνέπομαι, κατέχω