порицать: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιπλήσσω]], [[ἐπιπλήττω]], [[κακίζω]], [[ὀνειδίζω]], [[ἐξονειδίζω]], [[ἐπιτιμάω]], [[ἐπιτιμέω]], [[μεμψιμοιρέω]], [[καταγιγνώσκω]], [[καταγινώσκω]], [[ἐγκαλέω]], [[ἐπιγλωσσάομαι]], [[ἐπιγλοττάομαι]], [[λοιδορέω]], [[ἐπικόπτω]], [[ἐνίπτω]], [[μέμφομαι]], [[ὄνομαι]], [[οὔνομαι]], [[ψέγω]], [[κατηγορέω]], [[καταμέμφομαι]], [[ἐκφαυλίζω]], [[εὐθύνω]], [[νεικέω]], [[νεικείω]] | |rueltext=[[ἐπιρροθέω]], [[ἐπισημαίνω]], [[καθάπτω]], [[ἐπέρχομαι]], [[διαβάλλω]], [[ἐπιπλήσσω]], [[ἐπιπλήττω]], [[κακίζω]], [[ὀνειδίζω]], [[ἐξονειδίζω]], [[ἐπιτιμάω]], [[ἐπιτιμέω]], [[μεμψιμοιρέω]], [[καταγιγνώσκω]], [[καταγινώσκω]], [[ἐγκαλέω]], [[ἐπιγλωσσάομαι]], [[ἐπιγλοττάομαι]], [[λοιδορέω]], [[ἐπικόπτω]], [[ἐνίπτω]], [[μέμφομαι]], [[ὄνομαι]], [[οὔνομαι]], [[ψέγω]], [[κατηγορέω]], [[καταμέμφομαι]], [[ἐκφαυλίζω]], [[εὐθύνω]], [[νεικέω]], [[νεικείω]], [[ἐλέγχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:29, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπιρροθέω, ἐπισημαίνω, καθάπτω, ἐπέρχομαι, διαβάλλω, ἐπιπλήσσω, ἐπιπλήττω, κακίζω, ὀνειδίζω, ἐξονειδίζω, ἐπιτιμάω, ἐπιτιμέω, μεμψιμοιρέω, καταγιγνώσκω, καταγινώσκω, ἐγκαλέω, ἐπιγλωσσάομαι, ἐπιγλοττάομαι, λοιδορέω, ἐπικόπτω, ἐνίπτω, μέμφομαι, ὄνομαι, οὔνομαι, ψέγω, κατηγορέω, καταμέμφομαι, ἐκφαυλίζω, εὐθύνω, νεικέω, νεικείω, ἐλέγχω