ἐπιρροθέω
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
A shout in answer or in approval, στάσις πάγκοινος ἅδ' ἐπιρροθεῖ A.Ch.458 (lyr.); χορὸς.. ἰχθύων ἐπερρόθει S.Fr.762, cf.E.Hec. 553; ἐ. ὡς.. Id.Or.901; ἐ. κτύπῳanswer to, ring with the sound, A.Ch. 427 (lyr.); applaud, D.H.6.83.
2. c. acc., λόγοις ἐπιρροθεῖν τινα rage against, abuse him, S.Tr.264.
French (Bailly abrégé)
ἐπιρροθῶ :
1 faire du bruit en faveur de ; approuver bruyamment;
2 faire du bruit contre ; éclater en reproches ou en injures contre, acc. ; abs. répondre à des cris par des cris ; p. ext. retentir du bruit de coups.
Étymologie: ἐπίρροθος.
German (Pape)
dazu rauschen, eigtl. von den Wellen, übertragen, von verworrenem Geschrei, Getöse, στάσις δὲ πάγκοινος ὧδ' ἐπιρροθεῖ Aesch. Ch. 451, Schol. ἐπιβοᾷ; κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἁμὸν κάρα ib. 421; λαοὶ θ' ἐπερρόθησαν, riefen beifällig zu, Eur. Hec. 553; mit dem Zusatz ὡς καλῶς λέγοι Or. 901, wie Phoen. 1238; Soph. frg. 700; aber πολλὰ μὲν λόγοις ἐπερρόθησε, Tr. 263, ist schmähen, verspotten, Schol. σφοδρῶς ὕβρισε. Auch Sp. in der Bdtg Beifall zu erkennen geben, Dion.Hal. 6.83; Orph. Arg. 292. – Ἐπιρρόθητα, nach Hesych. ἐπίψογα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρροθέω:
1 (в ответ или в знак одобрения), шуметь, кричать, звать (στάσις πάγκοινος ἐπιρροθεῖ Aesch.): ἐπερρόθησαν δ᾽ οἱ μὲν ὡς καλῶς λέγοι, οἱ δ᾽ οὐκ ἐπῄνουν Eur. одни одобрительно зашумели в ответ на его речь, другие же возразили; ἐ. κτύπῳ Aesch. отдаваться грохотом, оглушительно гудеть;
2 бранить, порицать: πολλὰ λόγοις ἐ. τινα Soph. разразиться упреками против кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρροθέω: ἐπιβοῶ ἀποκρινόμενος ἢ ἐπιδοκιμάζων (πρβλ. ἐπευφημέω), στάσις πάγκοινος ὧδ’ ἐπιρροθεῖ Αἰσχύλ. Χο. 459· διὰ ῥόθου δεικνύω τὴν χαράν μου, τὴν ἔγκρισίν μου διά τι, χορὸς δ’ ἀναύδων ἰχθύων ἐπερρόθει σαίνοντες οὐραῖσι τὴν κεκτημένην Σοφ. Ἀποσπ. 700, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 553, Ὀρ. 901· ἐπ. κτύπῳ ἀποκρίνομαι, ἀντηχῶ, Αἰσχύλ. Χο. 427. 2) μετ’ αἰτ., ξένον παλαιὸν ὄντα, πολλὰ μὲν λόγοις ἐπερρόθησε, πολλοὺς μὲν πικροὺς λὸγους εἶπε κραυγάζων κατ’ αὐτοῦ, Σοφ. Τρ. 264.
Greek Monotonic
ἐπιρροθέω: μέλ. -ήσω,
1. φωνάζω ως απάντηση ή ως επιδοκιμασία, (πρβλ. ἐπευφημέω), σε Τραγ.· ἐπ. κτύπῳ, αποκρίνομαι, αντηχώ, σε Αισχύλ.
2. με αιτ., λόγοις ἐπιρροθεῖν, επιτίθεμαι, βρίζω, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to shout in answer or in approval (cf. ἐπευφημέὠ, Trag.; ἐπ. κτύπῳ to answer to, ring with the sound, Aesch.
2. c. acc., λόγοις ἐπιρροθεῖν to inveigh against him, Soph.