обвивать: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(4) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναπλέκω]], [[περιπλέκω]], [[ἀμφελίσσω]], [[ἐγκολπίζομαι]], [[συμπεριπλέκω]], [[ἀμπυκάζω]], [[κροκόω]], [[πλεκτανάω]], [[ἐγκυκλόω]], [[περιελίσσω]], [[περιελίττω]], [[περιειλίσσω]], [[περιπτύσσω]], [[περισπειράω]], [[κρασπεδόω]], [[στέφω]], [[ἀμφιπλέκω]], [[πλέκω]], [[ἀναδέω]], [[ἀνδέω]], [[ἀναστέφω]], [[ψελιόω]] | |rueltext=[[ἀναπλέκω]], [[περιπλέκω]], [[ἀμφελίσσω]], [[ἐγκολπίζομαι]], [[συμπεριπλέκω]], [[ἀμπυκάζω]], [[κροκόω]], [[πλεκτανάω]], [[ἐγκυκλόω]], [[περιελίσσω]], [[περιελίττω]], [[περιειλίσσω]], [[περιπτύσσω]], [[περισπειράω]], [[κρασπεδόω]], [[στέφω]], [[ἀμφιπλέκω]], [[πλέκω]], [[ἀναδέω]], [[ἀνδέω]], [[ἀναστέφω]], [[ψελιόω]], [[ἑλίσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀναπλέκω, περιπλέκω, ἀμφελίσσω, ἐγκολπίζομαι, συμπεριπλέκω, ἀμπυκάζω, κροκόω, πλεκτανάω, ἐγκυκλόω, περιελίσσω, περιελίττω, περιειλίσσω, περιπτύσσω, περισπειράω, κρασπεδόω, στέφω, ἀμφιπλέκω, πλέκω, ἀναδέω, ἀνδέω, ἀναστέφω, ψελιόω, ἑλίσσω