ὀνίσκος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(29) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oniskos | |Transliteration C=oniskos | ||
|Beta Code=o)ni/skos | |Beta Code=o)ni/skos | ||
|Definition=ὁ, Dim. of [[ὄνος]], but only metaph. : <span class="sense"> <span class="bld">I</span> a sea-fish of the | |Definition=ὁ, Dim. of [[ὄνος]], but only metaph. : <span class="sense"> <span class="bld">I</span> a sea-fish of the [[gadus]] or [[cod]] kind, Dorio ap. <span class="bibl">Ath.3.118c</span>, Euthyd. ap. eund.<span class="bibl">7.315f</span>, Gal.6.721. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> prob. [[woodlouse]] (cf. [[ὄνος]] III), Id.12.366, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> = [[ὄνος]] VII. 1, <b class="b2">windlass, crane</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>72</span>, <span class="bibl">Ath.Mech.14.7</span>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>68.5</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span> 84.14</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> <b class="b3">ὀνίσκος· τεκτονικὸς πρίων</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:35, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ὄνος, but only metaph. : I a sea-fish of the gadus or cod kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721. II prob. woodlouse (cf. ὄνος III), Id.12.366, al. III = ὄνος VII. 1, windlass, crane, Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14. IV ὀνίσκος· τεκτονικὸς πρίων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 347] ὁ, 1) dim. von ὄνος, Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = ἴουλος, Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie ὄνος, Winde, Haspel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὄνος· ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως, ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ.θαλάσσιος ἰχθύς, εἶδος γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. αὐτόθι 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε ἴουλος IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ ὄνος VII, 1, μοχλός, ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ γέρανος, Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς πρίων» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 merluche, poisson de mer;
2 cloporte, insecte;
3 cabestan.
Étymologie: dim. de ὄνος.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνίσκος, θηλ. ὀνίσκη) όνος
1. (υποκορ. του όνος) γαϊδουράκι
2. λόγια ονομασία γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια gadidae, ο γάδος
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος και τυπικός εκπρόσωπος της υπόταξης ονισκοειδή τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. γουρουνάκι
2. ναυτ. είδος βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρά εμπορικά σκάφη για την έλξη ή την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος
3. φρ. «έλαιο ονίσκου» — μουρουνέλαιο
αρχ.
1. είδος εντόμου όμοιου με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
2. είδος μοχλού, ανυψωτική μηχανή ή, κατ' άλλους, η λαβή του ανυψωτικού μοχλού
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνίσκος
τεκτονικὸς πρίων».