καχέκτης: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(2b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kachektis
|Transliteration C=kachektis
|Beta Code=kaxe/kths
|Beta Code=kaxe/kths
|Definition=ου, ὁ, (κακός, ἕξις) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in a bad habit of body</b>, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">disaffected</b> in a political sense, <span class="bibl">Plb.1.68.10</span>, <span class="bibl">28.17.12</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.14.6</span>, Nech.in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.142.</span>
|Definition=ου, ὁ, (κακός, ἕξις) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in a bad habit of body</b>, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[disaffected]] in a political sense, <span class="bibl">Plb.1.68.10</span>, <span class="bibl">28.17.12</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.14.6</span>, Nech.in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.142.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:35, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχέκτης Medium diacritics: καχέκτης Low diacritics: καχέκτης Capitals: ΚΑΧΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kachéktēs Transliteration B: kachektēs Transliteration C: kachektis Beta Code: kaxe/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κακός, ἕξις)

   A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321.    2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ (ὃς κακῶς ἔχει), der sich übel befindet, zunächst vom üblen Zustande des Leibes u. der Gesundheit, Ggstz von ὑγιαίνων, Pol. 18, 15, 12; dann vom Geiste u. der Gesinnung, übelgesinnt, neben στασιώδης 1, 68, 10, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχέκτης: -ου, ὁ, (κακός, ἕξις, ἔχω), ἐν κακῇ σωματικῇ καταστάσει ὤν, ὁ ἀσθενικός, ἀντίθετ. ὁ ὑγιής, ὁ εὐέκτης, οὕτω παρὰ Πολυβ. 18. 15, 12, οἱ καχέκται καὶ οἱ ὑγιαίνοντες ἀντιτίθενται· πολιτικῶς, κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος, δυσηρεστημένος, διὸ συνάπτονται, καχέκται καὶ στασιώδεις 1. 68, 10· καχέκται καὶ κινητικοὶ 1. 68, 10.

Greek Monolingual

καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)
1. καχεκτικός
2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-) + -έκτης (< ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω) με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ευ-έκτης, πλεον-έκτης)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰχέκτης: ου adj. m
1) находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;
2) злонамеренный (κ. καὶ στασιώδης Polyb.).