θυμελικός: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymelikos | |Transliteration C=thymelikos | ||
|Beta Code=qumeliko/s | |Beta Code=qumeliko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">belonging to the thymele, theatrical</b>, <b class="b3">θέαι, ἄνθρωποι</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sull.</span>36</span>; θ. ἔρις <span class="title">Com.Adesp.</span>57; <b class="b3">τὸ θ</b>. <b class="b2">theatrical, vulgar</b> style, Plu.2.853b; of performances of music, dancing, etc., <b class="b2">in the orchestra</b> (cf. foreg. 11.b); θ. ἀγών <span class="title">SIG</span>457.1 (Thespiae, iii B.C.), cf. <span class="bibl">D.S.4.5</span>, <span class="title">CIG</span> 3493.11 (Thyatira), etc.; θ. ἀκροάματα <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>30</span>; <b class="b3">οἱ θ</b>. <b class="b2">the musicians</b>, opp. <b class="b3">οἱ σκηνικοί</b>, the actors, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>46</span>; opp. <b class="b3">ὑποκριταί</b>, <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>180</span> (but later of [[actors]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>89b</span>, <span class="title">Cod.Just.</span>1.4.14); <b class="b3">ἡ θ. σύνοδος</b> the company of <b class="b3">θ</b>., <span class="title">IG</span>22.1350, <span class="title">OGI</span>713, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to the thymele, theatrical, θέαι, ἄνθρωποι, Plu.Fab.4, Sull.36; θ. ἔρις Com.Adesp.57; τὸ θ. theatrical, vulgar style, Plu.2.853b; of performances of music, dancing, etc., in the orchestra (cf. foreg. 11.b); θ. ἀγών SIG457.1 (Thespiae, iii B.C.), cf. D.S.4.5, CIG 3493.11 (Thyatira), etc.; θ. ἀκροάματα Corn.ND30; οἱ θ. the musicians, opp. οἱ σκηνικοί, the actors, Plu.Cat.Mi.46; opp. ὑποκριταί, Ptol. Tetr.180 (but later of actors, Jul.Ep.89b, Cod.Just.1.4.14); ἡ θ. σύνοδος the company of θ., IG22.1350, OGI713, etc.
German (Pape)
[Seite 1223] der Thymele, dem Theater eigen, scenisch; ἀγῶνες Ath. XV, 699 a; D. Sic. 4, 5; Plut. Fab. 4; ἄνθρωποι Sull. 25; οἱ θυμελικοί, die Chortänzer, Ggstz σκηνικοί, die eigtl. Schauspieler, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θυμέλην, σκηνικός, θεατρικός, Πλούτ. Φαβ. 4, Σύλλ. 36· θ. ἔρις Κωμ. Ἀνών. 184· ὁ θυμ. (δηλ. ἀγὼν) Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 56, πρβλ. 2820 Α. 15., 3493. 11· - οἱ θυμελικοί, ὁ χορὸς ἢ οἱ μουσικοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ σκηνικοί, οἱ τακτικοὶ ὑποκριταί, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 46· ἡ θυμ. σύνοδος, ὁ ὅμιλος τῶν θυμελικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 349, 3476b, 4315n (προσθ.)· -τὸ -κόν, θεατρικόν, χυδαῖον ὕφος, τρόπος, Πλούτ. 2. 853 Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du théâtre, de la scène, scénique ; fig. τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, càd vulgaire;
2 particul. du chœur ; οἱ θυμελικοί PLUT le chœur ou les musiciens.
Étymologie: θυμέλη.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θυμελικός, -ή, -όν) θυμέλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυμελική
η θεατρίνα, η γυναίκα ελευθέριων ηθών
2. ηθοποιός, υποκριτής
αρχ.
1. (για παραστάσεις, μουσική, όρχηση κ.λπ.) αυτός που γίνεται στην ορχήστρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμελικόν
χυδαίο ύφος ή χυδαίος τρόπος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ θυμελικοί
ο χορός ή οι μουσικοί, σε αντιδιαστολή προς τους σκηνικούς, δηλ. τους ηθοποιούς
4. φρ. «ἡ θυμελικὴ σύνοδος» — ο όμιλος του χορού ή τών μουσικών του αρχαίου θεάτρου.
επίρρ...
θυμελικῶς (Α)
από θεατρική άποψη.
Greek Monotonic
θῠμελικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει τη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός, σε Πλούτ.· οἱ θυμελικοί, δηλ. ο χορός ή οι μουσικοί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θῠμελικός: театральный, сценический (ἀγῶνες Diod.; θέαι Plut.): οἱ θυμελικοί Plut. участники хора и музыканты (в отличие от οἱ σκηνικοί актеры).
Middle Liddell
θῠμελικός, ή, όν [from θῠμέλη]
of or for the thymele, scenic, theatric, Plut.:— οἱ θυμελικοί, i. e. the chorus or musicians, Plut.