κατεικάζω: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateikazo | |Transliteration C=kateikazo | ||
|Beta Code=kateika/zw | |Beta Code=kateika/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">liken to</b>, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι <span class="bibl">Eup.345</span>:—Pass., <b class="b2">to be</b> or <b class="b2">become like</b>, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε <span class="bibl">S. <span class="title">OC</span>338</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">guess, surmise</b>, <span class="bibl">Hdt.6.112</span>; ἐν ὑπονοίῃ κ. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>; | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">liken to</b>, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι <span class="bibl">Eup.345</span>:—Pass., <b class="b2">to be</b> or <b class="b2">become like</b>, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε <span class="bibl">S. <span class="title">OC</span>338</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">guess, surmise</b>, <span class="bibl">Hdt.6.112</span>; ἐν ὑπονοίῃ κ. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>; [[suspect]], <span class="bibl">Hdt.9.109</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 28 June 2020
English (LSJ)
A liken to, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345:—Pass., to be or become like, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC338. II guess, surmise, Hdt.6.112; ἐν ὑπονοίῃ κ. Hp.Ep.17; suspect, Hdt.9.109.
German (Pape)
[Seite 1394] vermuthen (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.
Greek (Liddell-Scott)
κατεικάζω: ἐξομοιώνω, νομίζω τι ὅμοιον πρός τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35·- Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. σχηματίζω εἰκασίας, συμπεραίνω (ἐναντίον τινός), ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112· ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2· κυρίως, ὑποπτεύω κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.
French (Bailly abrégé)
1 conjecturer, soupçonner;
2 conformer ; Pass. être devenu conforme : τινι à qch.
Étymologie: κατά, εἰκάζω.
Greek Monolingual
κατεικάζω (Α)
1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)
2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)
3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰκάζω «εξεικονίζω, παρομοιάζω»].
Greek Monotonic
κατεικάζω: μέλ. -σω, ομοιάζω — Παθ., αόρ. αʹ κατ-εικάσθην,
I. είμαι ή γίνομαι όμοιος, σε Σοφ.
II. σχηματίζω εικασίες, συμπεραίνω, σε Ηρόδ.· υποπτεύομαι κάτι κακό, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εικάζω act. concluderen (door vergelijkenderwijs te redeneren). pass. gelijken op:. τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε (tweetal), dat in hun aard gelijkt op de gewoonten in Egypte Soph. OC 338.
Russian (Dvoretsky)
κατεικάζω:
1) предполагать, угадывать, подозревать (ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Her.);
2) уподоблять: τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Soph. (Этеокл и Полиник), уподобившиеся природе египетских обычаев, т. е. усвоившие египетские нравы.
Middle Liddell
fut. σω
I. to liken:—Pass., aor1 κατ-εικάσθην, to be or become like, Soph.
II. to guess, surmise, Hdt.: to suspect evil, Hdt.