κρουματικός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kroumatikos
|Transliteration C=kroumatikos
|Beta Code=kroumatiko/s
|Beta Code=kroumatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for playing on a stringed instrument</b>, σοφίη <span class="title">AP</span>11.352.2 (Agath.): in a general sense, <b class="b3">ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν</b> Suid.s.v. [[Ὄλυμπος; διάλεκτος κ]]. style <b class="b2">in playing</b>, Plu.2.1138b; <b class="b3">λέξεις κρουσματικαί</b> sounds <b class="b2">of music</b>, i.e. <b class="b2">inarticulate</b> sounds without sense, <span class="bibl">Plb.3.36.3</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for playing on a stringed instrument</b>, σοφίη <span class="title">AP</span>11.352.2 (Agath.): in a general sense, <b class="b3">ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν</b> Suid.s.v. [[Ὄλυμπος; διάλεκτος κ]]. style <b class="b2">in playing</b>, Plu.2.1138b; <b class="b3">λέξεις κρουσματικαί</b> sounds <b class="b2">of music</b>, i.e. [[inarticulate]] sounds without sense, <span class="bibl">Plb.3.36.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουματικός Medium diacritics: κρουματικός Low diacritics: κρουματικός Capitals: ΚΡΟΥΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kroumatikós Transliteration B: kroumatikos Transliteration C: kroumatikos Beta Code: kroumatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for playing on a stringed instrument, σοφίη AP11.352.2 (Agath.): in a general sense, ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν Suid.s.v. Ὄλυμπος; διάλεκτος κ. style in playing, Plu.2.1138b; λέξεις κρουσματικαί sounds of music, i.e. inarticulate sounds without sense, Plb.3.36.3.

German (Pape)

[Seite 1514] zum Schlagen, bes. zum Spielen eines Saiteninstruments, das mit dem Plektrum geschlagen wird, gehörig; κρουματικὴ σοφίη, die Kunst des Saitenspiels, Agath. 68 (XI, 352); διάλεκτος κρ., der Ausdruck im Spielen eines Instruments, Plut. de mus., v. l. κρουσματικός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κρουματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παίζειν ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, σοφίη Ἀνθ. Π. 11. 352· κρ. μουσική, ἐνόργανος, Σουΐδ. ἐν λ. Ὄλυμπος· διάλεκτος κρ., ἔκφρασις ἐν τῷ παίζειν ὄργανον, Πλούτ. 2. 1138Β· λέξις κρ., ἦχοςτόνος ἐνοργάνου μουσικῆς, δηλ. ἄναρθρος ἦχος ἄνευ ἐννοίας, Πολύβ. 3. 36, 3, πρβλ. 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ιδ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : διάλεκτος κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.
Étymologie: κροῦμα.

Greek Monolingual

κρουματικός, -ή, -όν (Α) κρούμα
1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου
2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» — η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου
β) «λέξεις κρουματικαί» — ο ήχος έγχορδου οργάνου ή, κατ' επέκταση, άναρθρος ήχος.

Greek Monotonic

κρουματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο έγχορδου οργάνου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρουμᾰτικός: v. l. κρουσμᾰτικός 3
1) касающийся игры на струнном инструменте (σοφίη Anth.): αἱ κρουσματικαὶ διάλεκτοι Plut. музыкальные фразы;
2) пустозвонный, бессодержательный (λέξεις Polyb.).

Middle Liddell

κρουματικός, ή, όν
of or for playing on a stringed instrument, Anth.