λοιμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=loimodis
|Transliteration C=loimodis
|Beta Code=loimw/dhs
|Beta Code=loimw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pestilential</b>, <b class="b3">λ. νόσος</b> <b class="b2">plague</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>5</span>, <span class="bibl">Th.1.23</span>, <span class="bibl">Ph.1.408</span>, al.; ἔτος λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>862a5</span>.</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pestilential]], <b class="b3">λ. νόσος</b> [[plague]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>5</span>, <span class="bibl">Th.1.23</span>, <span class="bibl">Ph.1.408</span>, al.; ἔτος λ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>862a5</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:55, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμώδης Medium diacritics: λοιμώδης Low diacritics: λοιμώδης Capitals: ΛΟΙΜΩΔΗΣ
Transliteration A: loimṓdēs Transliteration B: loimōdēs Transliteration C: loimodis Beta Code: loimw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A pestilential, λ. νόσος plague, Hp.Acut.5, Th.1.23, Ph.1.408, al.; ἔτος λ. Arist.Pr.862a5.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λοιμόν, ὀλέθριος, ἡ λ. νόσος, ὁ λοιμός, ἡ πανώλης, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· ἔτος λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
pestilentiel, contagieux.
Étymologie: λοιμός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM λοιμώδης, -ώδες) λοιμός
(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «λοιμώδης νόσος» — νόσος που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει συνήθως οξεία εξέλιξη και μεταβάλλει σε πηγή μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα μεγάλος αριθμός άλλων ατόμων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, μεταδοτικός, μολυσματικός.

Greek Monotonic

λοιμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με το λοιμό, ολέθριος, ἡ λοιμώδης νόσος, λοιμός, πανούκλα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

λοιμώδης: чумный (νόσος Thuc.; ἔτος Arst.).

Middle Liddell

λοιμ-ώδης, ες εἶδος
like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.