πυραμιδικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(35)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyramidikos
|Transliteration C=pyramidikos
|Beta Code=puramidiko/s
|Beta Code=puramidiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pyramidal</b>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span> p.72</span> P., al. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> prob. cj. in <span class="title">Theol.Ar.</span>22.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pyramidal]], <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span> p.72</span> P., al. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> prob. cj. in <span class="title">Theol.Ar.</span>22.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:50, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδῐκός Medium diacritics: πυραμιδικός Low diacritics: πυραμιδικός Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: pyramidikós Transliteration B: pyramidikos Transliteration C: pyramidikos Beta Code: puramidiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. -κῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμῐδῐκός: ἡ, όν, ὁ ἔχων σχῆμα πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυραμιδικός, -ή, -όν, ΝΑ πυραμίς, -ίδος]
αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
1. (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας
2. φρ. α) «πυραμιδική οδός»
(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική οδός, η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο τμήμα του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν δεξιά και αριστερά από την πρόσθια μέση τις πυραμίδες
β) «πυραμιδικό σύνδρομο»
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που ακολουθούν τη διακοπή της πυραμιδικής οδού, όπως είναι λ.χ. η παράλυση ή πάρεση, η σπαστική υπερτονία, η ενίσχυση των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών.
επίρρ...
πυραμιδικώς / πυραμιδικῶς ΝΑ
με πυραμιδικό τρόπο.