στρωματεύς: Difference between revisions
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stromateys | |Transliteration C=stromateys | ||
|Beta Code=strwmateu/s | |Beta Code=strwmateu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[coverlet]], [[bedspread]], <span class="bibl">Antiph.38</span>, <span class="bibl">Alex.115</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.7</span>; also,= <b class="b3">στρωματόδεσμον</b>, <span class="bibl">Poll.7.79</span>, condemned in this sense by Phryn.379. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> in pl. <b class="b3">στρωματεῖς</b>, [[patchwork]], as title of literary <span class="title">Miscellanies</span>, Gell.<span class="title">Praef.</span>7; the <b class="b3">στρωματεῖς</b> of Plu. is cited by <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>1.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">a flat fish marked with divers colours</b>, Philo ap.<span class="bibl">Ath.7.322a</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:15, 29 June 2020
English (LSJ)
έως, ὁ,
A coverlet, bedspread, Antiph.38, Alex.115, Thphr.HP4.2.7; also,= στρωματόδεσμον, Poll.7.79, condemned in this sense by Phryn.379. 2 in pl. στρωματεῖς, patchwork, as title of literary Miscellanies, Gell.Praef.7; the στρωματεῖς of Plu. is cited by Eus.PE1.7. II a flat fish marked with divers colours, Philo ap.Ath.7.322a.
German (Pape)
[Seite 957] έως, ὁ, 1) wie στρῶμα, Bett- oder Tischdecke, Teppich. – 2) ein breiter, bunter Fisch, Ath. VII, 322. – 3) bei Sp. = στρωματόδεσμος, Poll. 7, 79; vgl. Lob. Phryn. 401, von den Atticisten verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμᾰτεύς: έως, ὁ, σκέπασμα τῆς κλίνης, πρῶτον παρὰ τοῖς ποηταῖς τῆς νέας κωμῳδίας, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀποκαρτ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 4, κτλ., πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 7· - ὡσαύτως = στρωματόδεσμος, πολυδ. Ζ΄, 79, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401. 2) ἐν τῷ πληθ. στρωματεῖς, ἔργον ἐκ πολλῶν συνηρμολογημένον (ὡς τὰ σκεπάσματα ταῦτα συχνάκις ἐρράπτοντο ἐκ πολλῶν τεμαχίων ποικίλων ὑφασμάτων)· ἐκαλοῦντο δὲ οὕτω συγγράμματα ποικίλα τὴν ὕλην καὶ τὰς πηγάς, Gell. Epil. § 7· οἱ στωματεῖς τοῦ Πλουτ. μνημονεύονται παρὰ τῷ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 22Α· τὰ μάλιστα γνωστοὶ εἶναι οἱ στρωματεῖς τοῦ Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. πλατὺς ἰχθὺς ἔχων ποικίλα χρώματα, Φίλων παρ’ Ἀθην. 322Α, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών, τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας στρωματεΐδες
μσν.-αρχ.
στον πληθ. oἱ στρωματεῑς
ονομασία έργων, όπως λ.χ. του Πλουτάρχου ή του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, που απαρτίζονταν από στοιχεία ποικίλα ως προς την ύλη που περιείχαν αλλά και τις πηγές, κατ' αναλογία προς τα σκεπάσματα, τα οποία, συχνά, ράβονταν από τεμάχια διαφόρων υφασμάτων
αρχ.
1. στρώμα ή κάλυμμα κλίνης
2. στρωματόδεσμος
3. είδος ψαριού με πλατύ σχήμα και ποικιλία χρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + κατάλ. -εύς (πρβλ. θαλασσ-εύς)].