διεγγυάω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dieggyao | |Transliteration C=dieggyao | ||
|Beta Code=dieggua/w | |Beta Code=dieggua/w | ||
|Definition=<span class="sense"> <span class="bld">I</span> <b class="b2">give bail to produce</b>, σώματα <span class="bibl">D.H.7.12</span>:—Med., <b class="b2">to take bail for</b>, <b class="b3">κατεγγυῶντος</b> (v.l. [[δι-]]) Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο <span class="bibl">Isoc.17.14</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>11</span>:—Pass., <b class="b2">to be bailed</b> by any one, <b class="b3">ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι</b> [[bailed]] by their Proxeni for eight hundred talents, <span class="bibl">Th.3.70</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">I</span> <b class="b2">give bail to produce</b>, σώματα <span class="bibl">D.H.7.12</span>:—Med., <b class="b2">to take bail for</b>, <b class="b3">κατεγγυῶντος</b> (v.l. [[δι-]]) Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο <span class="bibl">Isoc.17.14</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>11</span>:—Pass., <b class="b2">to be bailed</b> by any one, <b class="b3">ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι</b> [[bailed]] by their Proxeni for eight hundred talents, <span class="bibl">Th.3.70</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[give security]], <span class="title">SIG</span>976.49 (Samos, ii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[take pledges]], [[distrain]], ib.629.20 (ii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> abs., [[mortgage]] one's property, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span> 5.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:44, 30 June 2020
English (LSJ)
I give bail to produce, σώματα D.H.7.12:—Med., to take bail for, κατεγγυῶντος (v.l. δι-) Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο Isoc.17.14, cf. Plu.Caes.11:—Pass., to be bailed by any one, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι bailed by their Proxeni for eight hundred talents, Th.3.70. 2 give security, SIG976.49 (Samos, ii B. C.). II take pledges, distrain, ib.629.20 (ii B. C.). III abs., mortgage one's property, LXXNe. 5.3.
German (Pape)
[Seite 617] (s. ἐγγυάω), Einen durch geleistete Bürgschaft befreien; τὸν παῖδα πρὸς τὸν Πολέμαρχον Isocr. 17, 14, wo das med. folgt, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο, d. i. versprach ihn frei zu geben; – τριάκοντα ταλάντων, mit 30 Talenten, Plut. Caes. 11; aber τὰ σώματα χρημάτων, = verpfänden, Dion. Hal. 7, 12; u. pass., ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, durch die Proxenie, d. i. auf deren Bürgschaft für 800 Talente freigegeben, Thuc. 3, 70; διεγγυηθεῖσα ὑπό τινος Dem. 59, 41.
Greek (Liddell-Scott)
διεγγυάω: μέλλ. -ήσω, Ι. ἐπὶ προσ., ἐν τῷ ἐνεργ., δίδω ἢ (κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.) προσφέρομαι νὰ δώσω ἐγγύησιν διά τινα, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ἐγγύησιν διά τινα, κατεγγυῶντος Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο Ἰσοκρ. 361C. πρβλ. Πλούτ. Καίσ. 11. - Παθ., γίνεταί τις ἐγγυητής μου, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτῶν οἱ πρόξενοι ἠγγυήθησαν δι’ ὀκτακόσια τάλαντα, Θουκ. 3. 70· ὑπό τινος Δημ. 1358. 28. ΙΙ. παρέχω ὡς ἐνέχυρον ἢ ἐγγύησιν, τὰ σώματα χρημάτων, διὰ χρήματα, Διον. Ἁλ. 7. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner caution, cautionner : τινα πρός τινα donner caution pour qqn devant un magistrat ; ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι THC ayant été cautionnés par les proxènes moyennant 800 talents;
Moy. διεγγυάομαι-ῶμαι accepter une caution : τινα ἑπτὰ ταλάντων ISOCR accepter une caution de sept talents pour qqn.
Étymologie: διά, ἐγγυάω.
Spanish (DGE)
I 1depositar fianza por, ser garante de gener. c. ac. de pers. y gen. de precio τοὺς μάλιστα χαλεποὺς ... τῶν δανειστῶν ... ὀκτακοσίων καὶ τριάκοντα ταλάντων Plu.Caes.11, διεγγυήσαντες τὰ σώματα χρημάτων habiendo depositado una suma de dinero como fianza por sus personas D.H.7.12
•en v. med. mismo sent. Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο Pasión salió fiador de él por siete talentos Isoc.17.14
•en v. pas. ser liberado mediante fianza οἱ αἰχμάλωτοι ἦλθον ... ὑπὸ Κορινθίων ἀφεθέντες ... ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι Th.3.70, cf. D.S.12.57, διεγγυηθεῖσα δ' ὐπὸ Στεφάνου D.59.41, διεγγυηθέντες ἐπανῆλθον Plb.21.26.13, ὅπως διεγγυηθεὶς ἀφεθῇ SB 7285.13 (III a.C.)
•abs. depositar fianza, ser garante ὑποθήματα δόντες ... καὶ διεγγυήσαντες SIG 976.49 (Samos II a.C.), διεγγυάτω δὲ τοῦ προστίμου τῷ ἐπὶ τῶν τόπων ξενικῷ πράκτορι PLugd.Bat.22.9.35 (III a.C.), διεγγυήσαντά με ... τῷ δεσμοφύ(λακι) ἀφεῖναί με tras depositar mi propia fianza ante el carcelero éste me liberó, PTeb.777.4 (II a.C.), ὁ διεγγυῶν PRev.Laws 14.15 (III a.C.), cf. Lycurg.Fr.98, PPetr.2.14.1b.1, UPZ 112.3.4 (ambos III a.C.), IMylasa 818.2, 822.1 (Olimo).
2 tomar como garantía, embargar εἰ δέ τίς κα ἄγῃ ἢ ῥυσιάζῃ ἢ ἀποβιάξαιτο ἢ διεγγυάσῃ IG 92(1).179.20 (II a.C.).
3 hipotecar, empeñar ἡμεῖς διεγγυῶμεν (ἀγροὺς ἡμῶν) LXX 2Es.15.3, en v. pas. κλῆροι PHib.48.3 (III a.C.)
•en v. med. empeñarse τῷ βεβαίως καὶ πεπιστευμένως διεγγυωμένῳ ἐπακολουθεῖν ἄτην que al que se empeña de modo firme y confiado le persigue la desgracia D.L.9.71.
II fig., en v. med. asegurar, garantizar c. ac. de cosa o abstr. πολλὰ καὶ μυρία ἀγαθὰ συγκατατιθεμένῳ διεγγυωμένη garantizándole muchos e innumerables bienes si accedía Hld.7.20.1, ὡς προφήτης τὸ μέλλον διεγγυώμενος de Abraham, Gr.Nyss.M.46.572A, εἰ δὲ πρὸς γυναῖκα ... ἄτεγκτος ἔσομαι, τοῦτο δὲ οὐ σφόδρα διεγγυῶμαι no puedo garantizar totalmente que a la vista de mi mujer sea capaz de contener las lágrimas Synes.Ep.132, c. una complet., de inf. ἥξειν ... αὐτούς Hld.3.4.9, c. conj. ὡς οὐδὲν ἔσται τοιοῦτο Hld.8.14.4.
Greek Monotonic
διεγγυάω: μέλ. -ήσω, λέγεται για πρόσωπα, στην Ενεργ., προσφέρω εγγύηση για κάποιον άλλο, και στη Μέσ., παίρνω εγγύηση για κάποιον, σε Ισοκρ. — Παθ., γίνεται κάποιος δικός μου εγγυητής, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διεγγυάω:
1) давать ручательство, ручаться (ὀκτακοσίων ταλάντων Thuc., Plut.; τινα πρός τινα Isocr.): διεγγυηθῆναί τινι Thuc. и ὑπό τινος Dem. быть взятым кем-л. на поруки под залог;
2) med. принимать ручательство, т. е. освобождать под залог (τινα ἑπτὰ ταλάντων Isocr.).
Middle Liddell
fut. ήσω
of persons, in Act. to give bail for another, and in Mid. to take bail for him, Isocr.:— Pass. to be bailed by any one, Thuc.