παιδευτός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paideftos | |Transliteration C=paideftos | ||
|Beta Code=paideuto/s | |Beta Code=paideuto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[to be gaincd by education]], παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>324b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A to be gaincd by education, παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b.
German (Pape)
[Seite 440] erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.
Greek (Liddell-Scott)
παιδευτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: παιδεύω.
Greek Monolingual
παιδευτός, -ή, -όν (Α) παιδεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.)
2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως.
Greek Monotonic
παιδευτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μάθει, να κερδίσει από την εκπαίδευση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παιδευτός: приобретаемый воспитанием, воспитуемый (ἀρετή Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.
Middle Liddell
παιδευτός, ή, όν
to be gained by education, Plat. [from παιδεύω