μεθημερινός: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=methimerinos
|Transliteration C=methimerinos
|Beta Code=meqhmerino/s
|Beta Code=meqhmerino/s
|Definition=ή, όν, (ἡμέρα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">by day</b>, φῶς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>45c</span>; φυλακαί <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span> 12.2</span>; <b class="b3">μ. γάμοι</b> prostitution <b class="b2">in open daylight</b>, <span class="bibl">D.18.129</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.155</span>; <b class="b3">τὸ μεθημερινόν</b> (sc. <b class="b3">μέρος</b>) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>220d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of fevers, <b class="b2">remittent quotidian</b>, Gal. 17(1).221.</span>
|Definition=ή, όν, (ἡμέρα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[by day]], φῶς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>45c</span>; φυλακαί <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span> 12.2</span>; <b class="b3">μ. γάμοι</b> prostitution <b class="b2">in open daylight</b>, <span class="bibl">D.18.129</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.155</span>; <b class="b3">τὸ μεθημερινόν</b> (sc. <b class="b3">μέρος</b>) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>220d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of fevers, [[remittent quotidian]], Gal. 17(1).221.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:07, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθημερῐνός Medium diacritics: μεθημερινός Low diacritics: μεθημερινός Capitals: ΜΕΘΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: methēmerinós Transliteration B: methēmerinos Transliteration C: methimerinos Beta Code: meqhmerino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἡμέρα)

   A by day, φῶς Pl.Ti.45c; φυλακαί X.Lac. 12.2; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph.220d.    2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.

German (Pape)

[Seite 112] ή, όν, was bei Tage geschieht, im Ggstz von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

μεθημερῐνός: -ή, -όν, (ἡμέρα) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, ἔνθα ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de jour, qui se fait pendant le jour;
2 qui se fait en plein jour.
Étymologie: μετά, ἡμέρα.

Greek Monolingual

μεθημερινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.)
2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν
κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ημέρα
4. φρ. «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νυκτερινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἡμερινός (< ἦμαρ)].

Greek Monotonic

μεθημερῐνός: -ή, -όν (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μεθημερῐνός:
1) дневной (φῶς Plat.; φάσματα Plut.);
2) совершающийся днем (γάμοι Dem.).

Middle Liddell

μεθ-ημερῐνός, ή, όν ἡμέρα
happening by day, in open day, Xen., Dem.