μελαγχολικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagcholikos
|Transliteration C=melagcholikos
|Beta Code=melagxoliko/s
|Beta Code=melagxoliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of atrabilious</b> or <b class="b2">melancholic temperament</b>, τὰ μ. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.20</span>; <b class="b3">οἱ μ</b>. ib.<span class="bibl">4.9</span>; opp. <b class="b3">πικρόχολος</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>61</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Prorrh.</span>1.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Coac.</span>92</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[atrabilious]], [[impulsive]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>573c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1152a19</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of atrabilious]] or [[melancholic temperament]], τὰ μ. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.20</span>; <b class="b3">οἱ μ</b>. ib.<span class="bibl">4.9</span>; opp. <b class="b3">πικρόχολος</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>61</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Prorrh.</span>1.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Coac.</span>92</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[atrabilious]], [[impulsive]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>573c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1152a19</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχολικός Medium diacritics: μελαγχολικός Low diacritics: μελαγχολικός Capitals: ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melancholikós Transliteration B: melancholikos Transliteration C: melagcholikos Beta Code: melagxoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of atrabilious or melancholic temperament, τὰ μ. Hp.Aph.3.20; οἱ μ. ib.4.9; opp. πικρόχολος, Id.Acut.61. Adv. -κῶς Id.Prorrh.1.14, Coac.92, etc.    II atrabilious, impulsive, Pl.R.573c, Arist.EN1152a19.

German (Pape)

[Seite 118] ή, όν, zu schwarzer Galle gehörig, zum Tiefsinn, zur Melancholie geneigt; Plat. Rep. IX, 573 c; Hippocr., Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγχολικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κρᾶσιν μελαγχολικήν, τὰ μ. Ἱππ. Ἀφ. 1248· οἱ μ. αὐτόθι 1249· ἀντίθετ. τῷ πικρόχολος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 68C, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων μέλαιναν τὴν χολήν, Πλάτ. Πολ. 573C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’un caractère mélancolique, d’humeur sombre.
Étymologie: μελαγχολία.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μελαγχολικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιάμελαγχολικός καιρός»)
2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία
νεοελλ.-μσν.
βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος
μσν.
1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαγχολικόν
ασθένεια που προέρχεται από έγχυση χολής στο αίμα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από την ασθένεια μελαγχολία
2. υποχονδριακός.
επίρρ...
μελαγχολικώς και -ά (Α μελαγχολικῶς)
με μελαγχολικό τρόπο, με μελαγχολία, με δυσθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Για σημασιολογικά σχόλια βλ. λ. μελαγχολία. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholic, γαλλ. melancholique).

Greek Monotonic

μελαγχολικός: -ή, -όν, μελαγχολικός, χολερικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελαγχολικός: одержимый меланхолией, пораженный тяжелым безумием Plat., Plut.

Middle Liddell

μελαγχολικός, ή, όν
atrabilious, choleric, Plat. [from μελάγχολος