κρεανομία: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kreanomia | |Transliteration C=kreanomia | ||
|Beta Code=kreanomi/a | |Beta Code=kreanomi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[distribution of meat]], <span class="bibl">Theopomp.Hist.205</span> (pl.), <span class="title">IG</span> 22.1245.5, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>5</span>: pl., <span class="title">IG</span>22.334.25, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:30, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.
Greek (Liddell-Scott)
κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
distribution des chairs d’une victime.
Étymologie: κρεανόμος.
Greek Monolingual
κρεανομία και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) κρεανόμος
διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία.
Greek Monotonic
κρεᾱνομία: ἡ, διανομή, διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κρεᾱνομία: ἡ распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.
Middle Liddell
κρεᾱνομία, ἡ,
a distribution of flesh, Luc., etc.