μελεδωνός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meledonos
|Transliteration C=meledonos
|Beta Code=meledwno/s
|Beta Code=meledwno/s
|Definition=ὁ and ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[attendant]], [[guardian]], <b class="b3">τῶν οἰκίων μ</b>. house-[[steward]], <span class="bibl">Hdt.3.61</span>; <b class="b3">ὁ μ. τῶν θηρίων</b> the [[keeper]] of the crocodiles, <span class="bibl">Id.2.65</span>; <b class="b3">μ. τῆς τροφῆς</b> <b class="b2">one who provides</b> their food, ibid., cf. <span class="bibl">7.31</span>; <b class="b3">μ. τῶν χρημάτων</b> ib.<span class="bibl">38</span>; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν <span class="bibl">D.H.1.67</span>; τοῦ τείχους <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span> 3.26</span>; <b class="b3">μ. λῃστῶν</b> [[agents]] of pirates, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.24</span>; title of public officials in Samos, <span class="title">SIG</span>976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man, πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. <span class="title">Ath.Mitt.</span>11.428 (Notium).</span>
|Definition=ὁ and ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[attendant]], [[guardian]], <b class="b3">τῶν οἰκίων μ</b>. house-[[steward]], <span class="bibl">Hdt.3.61</span>; <b class="b3">ὁ μ. τῶν θηρίων</b> the [[keeper]] of the crocodiles, <span class="bibl">Id.2.65</span>; <b class="b3">μ. τῆς τροφῆς</b> [[one who provides]] their food, ibid., cf. <span class="bibl">7.31</span>; <b class="b3">μ. τῶν χρημάτων</b> ib.<span class="bibl">38</span>; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν <span class="bibl">D.H.1.67</span>; τοῦ τείχους <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span> 3.26</span>; <b class="b3">μ. λῃστῶν</b> [[agents]] of pirates, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.24</span>; title of public officials in Samos, <span class="title">SIG</span>976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man, πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. <span class="title">Ath.Mitt.</span>11.428 (Notium).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:55, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδωνός Medium diacritics: μελεδωνός Low diacritics: μελεδωνός Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝΟΣ
Transliteration A: meledōnós Transliteration B: meledōnos Transliteration C: meledonos Beta Code: meledwno/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ,

   A attendant, guardian, τῶν οἰκίων μ. house-steward, Hdt.3.61; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Id.2.65; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, ibid., cf. 7.31; μ. τῶν χρημάτων ib.38; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν D.H.1.67; τοῦ τείχους Ael.NA 3.26; μ. λῃστῶν agents of pirates, Philostr.VA3.24; title of public officials in Samos, SIG976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man, πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. Ath.Mitt.11.428 (Notium).

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, u. ἡ, der Besorger, Wächter, Aufseher, τῶν οἰκίων, Her. 3, 61. 63, u. fem., 2, 65; Ael. V. H. 2, 14; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν, D. Hal. 1, 67.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδωνός: ὁ καὶ ἡ, ὁ φροντίζων περί τινος, ἐπιμελητής, φύλαξ, θεράπων, μ. τῶν οἰκιῶν, οἰκονόμος, Ἡρόδ. 3. 61· ὁ μ. τῶν θηρίων, ὁ φύλαξ τῶν κροκοδείλων, ὁ αὐτ. 2. 65· μ. τῆς τροφῆς, ὁ ἐπιμελητὴς τῆς τροφῆς αὐτῶν, αὐτόθι, πρβλ 7. 31, 38· μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 67· οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ et ἡ)
qui prend soin de, gardien, gardienne.
Étymologie: μέλει.

Greek Monolingual

μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) μελεδών
1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.)
2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος
3. τίτλος δημόσιου αξιώματος στη Σάμο
4. φρ. α) «θηρίων μελεδωνοί» — τιμητικό κληρονομικό επάγγελμα το οποίο ασκούσαν στην Αίγυπτο άνδρες και γυναίκες, που είχαν ως καθήκον τη φύλαξη ή την επιμέλεια τών κροκοδείλων
β) «μελεδωνὸς τροφῆς» — αυτός που προμήθευε τροφή
γ) «μελεδωνοὶ ληστῶν» — πράκτορες ληστών, ληστοτρόφοι
δ) «μελεδωνοὶ τῶν χρημάτων
οι φύλακες ή οι διαχειριστές τών χρημάτων.

Greek Monotonic

μελεδωνός: ὁ και ἡ (μελεδαίνω), αυτός που έχει την επιμέλεια των πάντων, διαχειριστής, οικονόμος, μελεδωνὸς τῶν οἰκιῶν, ο οικονόμος του σπιτιού, σε Ηρόδ.· ὁ μελεδωνὸς τῶν θηρίων, αυτός που φυλάει και φροντίζει τους κροκόδειλους, στον ίδ.· μελεδωνὸς τῆς τροφῆς, αυτός που παρέχει την τροφή τους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδωνός: ὁ и ἡ хранитель(ница), попечитель(ница) (τῶν οἰκιῶν Her.).

Middle Liddell

μελεδωνός, μελεδαίνω
one who takes care of anything, a manager, keeper, μ. τῶν οἰκιῶν a house- steward, Hdt.; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Hdt.; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, Hdt.