μετρολογία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metrologia
|Transliteration C=metrologia
|Beta Code=metrologi/a
|Beta Code=metrologi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">theory of ratios</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Acad.Ind.</span>p.16</span> M.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[theory of ratios]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Acad.Ind.</span>p.16</span> M.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μετρολογία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έρευνα]], [[μελέτη]], [[πραγματεία]] για τα [[μέτρα]] και τα [[σταθμά]]<br /><b>2.</b> η [[επιστήμη]] που ασχολείται με τις [[κάθε]] είδους μετρήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[τρόπος]] μετρήσεως<br /><b>αρχ.</b><br />η [[θεωρία]] τών αναλογιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της ως επιστήμης τών μετρήσεων, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>metrologie</i>. Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=η (ΑΜ [[μετρολογία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έρευνα]], [[μελέτη]], [[πραγματεία]] για τα [[μέτρα]] και τα [[σταθμά]]<br /><b>2.</b> η [[επιστήμη]] που ασχολείται με τις [[κάθε]] είδους μετρήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[τρόπος]] μετρήσεως<br /><b>αρχ.</b><br />η [[θεωρία]] τών αναλογιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της ως επιστήμης τών μετρήσεων, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>metrologie</i>. Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Revision as of 11:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρολογία Medium diacritics: μετρολογία Low diacritics: μετρολογία Capitals: ΜΕΤΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: metrología Transliteration B: metrologia Transliteration C: metrologia Beta Code: metrologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A theory of ratios, Phld.Acad.Ind.p.16 M.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετρολογία)
νεοελλ.
1. έρευνα, μελέτη, πραγματεία για τα μέτρα και τα σταθμά
2. η επιστήμη που ασχολείται με τις κάθε είδους μετρήσεις
μσν.
τρόπος μετρήσεως
αρχ.
η θεωρία τών αναλογιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -λογία. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της ως επιστήμης τών μετρήσεων, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. metrologie. Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].