πρόθεμα: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prothema | |Transliteration C=prothema | ||
|Beta Code=pro/qema | |Beta Code=pro/qema | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[public notice]], <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.231</span> D., <span class="title">IG</span>4.364.9 (Corinth, iv A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">fire-guard</b> or [[fender]], <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>77.51</span>, dub. in <span class="bibl">67.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:08, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.). II fire-guard or fender, Ph.Bel.77.51, dub. in 67.11.
German (Pape)
[Seite 723] τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum, Sp.; Suid. auch = Unterlage.
Greek (Liddell-Scott)
πρόθεμα: τό, = πρόγραμμα, «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· δήλωσις ἢ διαταγὴ δημοσία, διάταγμα, Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν προτίθημι
νεοελλ.
φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ-μείβω, ὄ-νομα, ἐ-ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α-μάχη, α-τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα
μσν.-αρχ.
δημόσια ειδοποίηση ή διαταγή, διάταγμα
αρχ.
1. πρόγραμμα·
2. θεμέλιο, βάση, υπόβαθρο
3. πυροστάτης ή προφυλακτήρας για τα βλήματα.