συνηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synirefis
|Transliteration C=synirefis
|Beta Code=sunhrefh/s
|Beta Code=sunhrefh/s
|Definition=ές, (ἐρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thickly shaded</b> or [[covered]], <b class="b3">χώρη . . ἴδῃσι σ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.110</span>; <b class="b3">ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ</b>. <span class="bibl">Id.7.111</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.12</span>, <span class="bibl">Str.5.4.5</span>; <b class="b3">σᾶμα . . πτελέῃσι σ</b>. <span class="title">AP</span>7.141 (Antiphil.); <b class="b3">σ. χώρα, λόφος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Marc.</span>29</span>; <b class="b3">ἐν τῷ σ</b>. <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>18</span>: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> [957]</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">close-covering</b>, ἐπικάλυμμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>527b33</span> (Comp.), <span class="bibl">541b31</span> (Comp.); ὄστρακον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>679b29</span>; ὕλη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>49</span>.</span>
|Definition=ές, (ἐρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thickly shaded]] or [[covered]], <b class="b3">χώρη . . ἴδῃσι σ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.110</span>; <b class="b3">ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ</b>. <span class="bibl">Id.7.111</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.12</span>, <span class="bibl">Str.5.4.5</span>; <b class="b3">σᾶμα . . πτελέῃσι σ</b>. <span class="title">AP</span>7.141 (Antiphil.); <b class="b3">σ. χώρα, λόφος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Marc.</span>29</span>; <b class="b3">ἐν τῷ σ</b>. <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>18</span>: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> [957]</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">close-covering</b>, ἐπικάλυμμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>527b33</span> (Comp.), <span class="bibl">541b31</span> (Comp.); ὄστρακον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>679b29</span>; ὕλη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>49</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:10, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρεφής Medium diacritics: συνηρεφής Low diacritics: συνηρεφής Capitals: ΣΥΝΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synērephḗs Transliteration B: synērephēs Transliteration C: synirefis Beta Code: sunhrefh/s

English (LSJ)

ές, (ἐρέφω)

   A thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957].    2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.

Greek (Liddell-Scott)

συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: σύν, ἐρέφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα
2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά
4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές
σύσκιος τόπος, ησκιάδα.
επίρρ...
συνηρεφῶς Μ
με πυκνή σκιά δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρεφής (< αμάρτυρο ἔρεφος < ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»), πρβλ. ἐπ-ηρεφής. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

συνηρεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει καλυφθεί από πυκνή σκιά, σκιασμένος, δασώδης, σε Ηρόδ., Πλούτ.· μεταφ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον, συννεφιασμένο, σκυθρωπό πρόσωπο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνηρεφής:
1) густо покрытый (ἴδῃσι καὶ χιόνι Her.);
2) густо усаженный деревьями, тенистый (λόφος Plut.);
3) частый, густой (ὕλη Plut.);
4) закутанный, закрытый (πρόσωπον Eur.);
5) плотно или отовсюду закрывающий (ἐπικάλυμμα Arst.). - см. тж. συνηρεφές.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνηρεφής -ες, Att. ook ξυνηρεφής [σύν, ἐρέφω] dicht bedekt, beschaduwd; overdr. van een gezicht somber, bedrukt. Eur. Or. 957. dicht (bedekkend):. ὕλη bos Plut. Demetr. 49.5.

Middle Liddell

συν-ηρεφής, ές ἐρέφω
thickly covered, Hdt., Plut.:— metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον her clouded face, Eur.