τριτημόριος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tritimorios
|Transliteration C=tritimorios
|Beta Code=trithmo/rios
|Beta Code=trithmo/rios
|Definition=α<b class="b3">, ον</b> (ος, ον v. infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[equal to a third part]], c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης <span class="bibl">Hdt. 1.192</span>; <b class="b3">ἡ τριτημόριος [δίεσις</b>] <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>7</span>; λόγος τ. <b class="b2">a ratio of</b> <span class="bibl">1</span>:<span class="bibl">3</span>, Theo Sm. p.76H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., τριτημόριον, τό, <b class="b2">third part</b>, <span class="bibl">Hdt.9.34</span>, <span class="bibl">Th. 2.98</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>105b</span>, <span class="bibl">Euc.<span class="title">Sect.Can.</span>6</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">a coin</b>, = [[τριταρτημόριον]], <span class="bibl">Poll.9.65</span>.</span>
|Definition=α<b class="b3">, ον</b> (ος, ον v. infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[equal to a third part]], c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης <span class="bibl">Hdt. 1.192</span>; <b class="b3">ἡ τριτημόριος [δίεσις</b>] <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>7</span>; λόγος τ. <b class="b2">a ratio of</b> <span class="bibl">1</span>:<span class="bibl">3</span>, Theo Sm. p.76H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., τριτημόριον, τό, [[third part]], <span class="bibl">Hdt.9.34</span>, <span class="bibl">Th. 2.98</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>105b</span>, <span class="bibl">Euc.<span class="title">Sect.Can.</span>6</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[a coin]], = [[τριταρτημόριον]], <span class="bibl">Poll.9.65</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:34, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτημόριος Medium diacritics: τριτημόριος Low diacritics: τριτημόριος Capitals: ΤΡΙΤΗΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: tritēmórios Transliteration B: tritēmorios Transliteration C: tritimorios Beta Code: trithmo/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον v. infr.),

   A equal to a third part, c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Hdt. 1.192; ἡ τριτημόριος [δίεσις] Cleonid.Harm.7; λόγος τ. a ratio of 1:3, Theo Sm. p.76H.    II as Subst., τριτημόριον, τό, third part, Hdt.9.34, Th. 2.98, Pl.Phd.105b, Euc.Sect.Can.6, etc.    2 a coin, = τριταρτημόριον, Poll.9.65.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτημόριος: -α, -ον, ἴσος πρὸς τὸ τρίτον μέρος, μετὰ γεν., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Ἡρόδ. 1. 192. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τριτημόριον, τό, τὸ τρίτον μέρος, τὸ ἓν τρίτον, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 98, Πλάτ., κλπ· πρβλ. τριπλάσιος ΙΙ. 2) νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς ἓξ χαλκοῦς, Πολυδ. Θ΄, 65, 66 πρβλ. τριτήμορον. 3) ἐν τῇ Μουσικῇ τὸ τρίτον τοῦ τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 203.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui contient ou forme le tiers d’une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d’une ch.
Étymologie: τρίτος, μόρος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τριτημόριος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α
1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου
2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν)
α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου
β) μουσ. το ένα τρίτο του τόνου
μσν.
1. ο τριμερής, αυτός που αποτελείται από τρία μέρη
2. το αρσ. ως ουσ.τριτημόριος
τιμαριούχος που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, καθώς και ο πάροικος που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών γαιών που καλλιεργούσε
αρχ.
ο ίσος προς το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόριον (< μόρος), πρβλ. πολλοστη-μόριος.

Greek Monotonic

τρῐτημόριος: -α, -ον (μόριον
I. ίσος προς το τρίτο μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., τριτημόριον, τό, το τρίτο μέρος, το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτημόριος: составляющий третью часть Her.

Middle Liddell

τρῐτη-μόριος, η, ον μόριον
I. forming a third part of, c. gen., Hdt.
II. as Subst., τριτημόριον, ου, a third part, a third, Hdt., Thuc., etc.