ἀσπούδαστος: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aspoydastos | |Transliteration C=aspoydastos | ||
|Beta Code=a)spou/dastos | |Beta Code=a)spou/dastos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not zealously pursued</b> or [[courted]], γυνή <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 501</span>; <b class="b3">ἀσπούδαστα, τά,</b> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not zealously pursued</b> or [[courted]], γυνή <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 501</span>; <b class="b3">ἀσπούδαστα, τά,</b> [[matters of no interest]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">not to be sought for, mischievous</b>, σπεύδειν ἀσπούδαστα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>913</span>, <span class="bibl"><span class="title">IT</span> 202</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">not in earnest</b>, <b class="b3">τὸ ἀ</b>. <b class="b2">want of earnestness</b>, περί τι <span class="bibl">D.H. 5.72</span>. Adv. -τως [[carelessly]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>187.3</span> (iii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:20, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A not zealously pursued or courted, γυνή E.Fr. 501; ἀσπούδαστα, τά, matters of no interest, Hp.Ep.17. 2 not to be sought for, mischievous, σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913, IT 202. II Act., not in earnest, τὸ ἀ. want of earnestness, περί τι D.H. 5.72. Adv. -τως carelessly, Ael.NA10.30, PFlor.187.3 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 374] nicht mit Eifer betrieben, was des Eifers nicht werth ist, schlecht, ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur. I. T. 202 u. A.; τὸ ἀσπ. περὶ τὴν ἀρχήν, das Nichtbewerben, D. Hal. 5, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπούδαστος: -ον, ὁ μὴ μετὰ ζήλου καὶ σπουδῆς ζητούμενος, γάμους δ’ ὅσοι σπεύδουσι μὴ πεπρωμένους, μάτην πονοῦσιν· ἡ δὲ τὸ χρεὼν πόσει μένουσα, κἀσπούδαστος ἦλθεν εἰς δόμους ἐκ τῆς Εὐρ. Μελανίππης παρὰ Στοβ. 425, 22 (Εὐρ. Ἀποσπ. 503). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ ζητῇ, ἐπιβλαβής, σὲ τὸν πρόθυμον ὄνθ’ ἃ μὴ χρεὼν ὁρᾶν σπεύδοντα τ’ ἀσπούδαστα, Πενθέα λέγω Εὐρ. Βάκχ. 713, Ι. Τ. 202· ἀνάξιος σπουδῇς. ὅσῃ σπουδῇ περὶ ἀσπούδαστα φιλοτιμούμενοι πάντες ἄνθρωποι τὸν βίον ἀναλίσκουσιν Ἱπποκρ. Ἐπιστ. 128, 39. ― Ἐπίρρ. ἀσπουδάστως Αἰλ. π. Ζ. 10. 30. ΙΙ. ἐνεργ., τὸ ἀσπούδαστον αὐτοῦ (τοῦ Λαρκίου) περὶ τὴν ἀρχὴν πονηρὸν εἶναι τῷ κοινῷ λέγοντες, ἡ ἀδιαφορία, τὸ ἀπρόθυμον αὐτοῦ εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον ἀξίωμα, Διον. Ἁλ. βιβλ. 5. 72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non digne d’empressement, méprisable.
Étymologie: ἀ, σπουδάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no pretendido, no cortejado (γυνή) E.Fr.501.
2 que no es digno de ser pretendido σπεύδειν ἀσπούδαστα E.Ba.913, E.IT 202, τὰ ἀσπούδαστα cosas que no merecen la pena Hp.Ep.17 (p.358).
3 que no muestra interés o diligencia τὸ ἀσπούδαστον falta de diligencia περὶ τὴν ἀρχήν D.H.5.72, cf. PIFAO 2.17.3 (III d.C.).
II adv. -ως sin cuidado, sin diligencia τοῖς δὲ ἀ. ἑφθοῖς πάνυ ἄχθεται Ael.NA 10.30, cf. PFlor.187.3 (III d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσπούδαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος
2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα
αρχ.
1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο
2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο επιβλαβής
3. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) τὸ ἀσπούδαστον
η αδιαφορία για κάτι
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀσπούδαστα
αυτά που δεν είναι άξια σπουδής, τα χωρίς ενδιαφέρον.
Greek Monotonic
ἀσπούδαστος: -ον (σπουδάζω), αυτός που δεν αναζητά με ζήλο κάτι, αυτός που δεν αξίζει να τον ζητά κανείς, επιβλαβής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπούδαστος:
1) не заслуживающий стараний, не стоящий внимания (ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur.);
2) оставленный без внимания, находящийся в пренебрежении или брошенный (sc. γυνή Eur.).
Middle Liddell
σπουδάζω
not to be zealously pursued, not worth pursuing, Eur.