κατειρωνεύομαι: Difference between revisions
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateironeyomai | |Transliteration C=kateironeyomai | ||
|Beta Code=kateirwneu/omai | |Beta Code=kateirwneu/omai | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[use irony towards]], [[banter]], τινας Plu.2.211d, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cat.Ma.</span>11</span>; τινος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>7.8.1</span>, al., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.198b</span>; τῆς ἀγνοίας <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.3.1</span>: abs., -όμενος [[jestingly]], <span class="bibl">Parth.7.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>18</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[treat in a spirit of raillery]], τι <span class="bibl">Id.<span class="title">Comp.Dem.Cic.</span>1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[feign]], πένθος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span> 2.2.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[conceal]], [[dissimulate]], <b class="b3">τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span> 29</span>, <span class="bibl"><span class="title">Comp.Ages.Pomp.</span>1</span>; ὑπόσχεσιν <span class="bibl">Aristaenet.1.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:30, 1 July 2020
English (LSJ)
A use irony towards, banter, τινας Plu.2.211d, cf. Cat.Ma.11; τινος J.BJ7.8.1, al., Jul.Or.6.198b; τῆς ἀγνοίας J.BJ4.3.1: abs., -όμενος jestingly, Parth.7.2, cf. Plu.Agis18. 2 treat in a spirit of raillery, τι Id.Comp.Dem.Cic.1. II feign, πένθος J.BJ 2.2.5. 2 conceal, dissimulate, τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν, Plu.Phoc. 29, Comp.Ages.Pomp.1; ὑπόσχεσιν Aristaenet.1.4.
German (Pape)
[Seite 1394] sich der Ironie gegen Einen bedienen, um ihn zu täuschen od. zu verspotten, ihn durch Verstellung verspotten; τινός, Sp., wie Plut., z. B. Lacon. apophth. p. 182; absolut, = simplex, de aud. poet. p. 117; πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ, d. i. lächerlich machen, comp. Dem. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κατειρωνεύομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι εἰρωνείαν πρός τινα, ἵνα τὸν περιπαίξω ἢ τὸν ἀπατήσω, τινος Πλούτ. 2. 211D, πρβλ.Wyttenb. 31Ε· πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ κατειρωνευόμενος, καταγελῶν καὶ περιπαίζων, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 1. 2)προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., τοὺς βαρβάρους διαφθείρειν κατ. Θεοφυλάκτ. Σιμ. Ἱστ. 100Α· (ὁ Φώτ. «κατειρωνεύεται· μεγαλοφρονεῖ, ὑποκρίνεται, δολιεύεται» καὶ «κατειρωνευσάμενοι· καταρρᾳθυμήσαντες καὶ στρατευσάμενοι· ὅθεν καὶ εἴρωνα τὸν ἀργὸν λέγουσιν»), πρβλ. καὶ Συνεσ. Ἐπιστ. 121 σ. 257C σὺ δὲ ἀκκιεῖ καὶ κατειρωνεύσει.
French (Bailly abrégé)
parler à qqn ironiquement ; se jouer de (soit pour tromper, soit pour railler) : τινος de qqn ; τι traiter qch légèrement et en se moquant.
Étymologie: κατά, εἰρωνεύομαι.
Greek Monolingual
(AM κατειρωνεύομαι)
μεταχειρίζομαι ειρωνεία για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, ειρωνεύομαι υπερβολικά κάποιον, σκώπτω, περιπαίζω, χλευάζω («αὐτός... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», Πλούτ.)
αρχ.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. αποκρύπτω, καλύπτω («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κατειρωνεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ ειρωνεία έναντι κάποιου, υποτιμώ, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ειρωνεύομαι in de maling nemen. verbergen, verzwijgen:. κ. τὴν ἐξουσίαν zijn macht verborgen houden Plut. Phoc. 29.3.
Russian (Dvoretsky)
κατειρωνεύομαι:
1) притворно скрывать (τὴν ἐξουσίαν φαυλότητι χλαμυδίου Plut.);
2) вышучивать, высмеивать (τὸν χρησμόν Plut.).