ὁρμαθός: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁρμᾰθός, οῦ, ὁ, [[ὅρμος]]<br />a [[string]], [[chain]], or [[cluster]] of things [[hanging]] one from the [[other]], as of bats, Od.; so, ὁρμ. κριβανιτῶν, ἰσχάδων Ar.
|mdlsjtxt=ὁρμᾰθός, οῦ, ὁ, [[ὅρμος]]<br />a [[string]], [[chain]], or [[cluster]] of things [[hanging]] one from the [[other]], as of bats, Od.; so, ὁρμ. κριβανιτῶν, ἰσχάδων Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[string of things]]
}}
}}

Revision as of 14:35, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμᾰθός Medium diacritics: ὁρμαθός Low diacritics: ορμαθός Capitals: ΟΡΜΑΘΟΣ
Transliteration A: hormathós Transliteration B: hormathos Transliteration C: ormathos Beta Code: o(rmaqo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὅρμος)

   A string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of beads or the links of a chain, Pl.Ion533e; of bats, Od.24.8; νεοττιῶν Arist.HA559a8; κριβανωτῶν, ἰσχάδων, Ar.Pl.765, Lys.647 ; μελῶν Id.Ra.914 ; ἁμαξῶν X.Cyr.6.3.2 ; ἐνθουσιαζόντων, χορευτῶν, Pl.Ion533e, 536a ; γραμματιδίων Thphr.Char.6.8 ; perh. of a chain of reasoning, Polystr.p.9 W., cf. Phld.Rh.1.186 S., Gal.4.698; ἐρώτων Anacreont.13.11.    II ὁ. ψάμμου a revolving sand-eddy, Arist.de An.419b24.

German (Pape)

[Seite 380] ὁ (ὅρμος), Reihe, Kette, mehrere zusammenhangende Dinge; Od. 24, 8, von einer Schaar an einander hangender Fledermäuse (die Schreibung ὀρμαθός widerlegt Spohn de extr. Odyss. parte p. 162); ἰσχάδων, Ar. Lys. 647, wie κριβανωτῶν, Plut. 765; auch μελῶν, Ran. 912; vgl. Plat. Ion 533 e, ὥςτ' ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται; – ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι, eine lange Reihe bilden, Xen. Cyr. 6, 3, 2; Sp., Ἐρώτων, Anacr. 13, 11. – Hesych. erkl. auch φωλεός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμᾰθός: ὁ, (ὅρμος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιά», Πλάτ. Ἴων 533Ε, οὕτως ἐπὶ νυκτερίδων, Ὀδ. Ω. 8, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· οὕτως, ὁρμ. κριβανωτῶν, ἰσχάδων Ἀριστοφ. Πλ. 765, Λυσ. 647· μελῶν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 914· ἁμαξῶν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2· ἐνθουσιαζόντων Πλάτ. Ἴων 536Α· γραμματιδίων Θεοφρ. Χαρακτ. 6· κακῶν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
file, rangée, série de choses attachées ensemble.
Étymologie: ὁρμός.

English (Autenrieth)

(ὅρμος): chain, cluster of bats hanging together, Od. 24.8†.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁρμαθός)
1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.)
2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (Ι) + επίθημα -αθος (πρβλ. κάλαθος, κύαθος)].

Greek Monotonic

ὁρμᾰθός: ὁ (ὅρμος), σειρά, αλυσίδα ή άθροισμα πραγμάτων που κρέμονται το ένα από το άλλο, όπως λέγεται και για νυχτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ὁρμαθὸς κριβανιτῶν, ἰσχάδων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμᾰθός:
1) рой, куча (sc. νυκτερίδων Hom.);
2) вереница, ряд (χορευτῶν Plat.): ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι Xen. выстроить повозки рядами;
3) цепь, цепочка (σιδηρίων καὶ δακτυλίων Plat.): ὁ. ἰσχάδων Arph. ожерелье из сушеных фиг; ὁ. μελῶν Arph. ряд (последовательных) песен.

Middle Liddell

ὁρμᾰθός, οῦ, ὁ, ὅρμος
a string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of bats, Od.; so, ὁρμ. κριβανιτῶν, ἰσχάδων Ar.

English (Woodhouse)

string of things

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)