ἐπίσκιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-σκιος, ον [[σκιά]]<br /><b class="num">I.</b> [[shaded]], [[dark]], [[obscure]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[shading]], c. gen., χεὶρ ὀμμάτων [[ἐπίσκιος]] Soph.
|mdlsjtxt=ἐπί-σκιος, ον [[σκιά]]<br /><b class="num">I.</b> [[shaded]], [[dark]], [[obscure]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[shading]], c. gen., χεὶρ ὀμμάτων [[ἐπίσκιος]] Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[shady]], [[in shadow]], [[in the shade]]
}}
}}

Revision as of 15:34, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκῐος Medium diacritics: ἐπίσκιος Low diacritics: επίσκιος Capitals: ΕΠΙΣΚΙΟΣ
Transliteration A: epískios Transliteration B: episkios Transliteration C: episkios Beta Code: e)pi/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά)

   A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b.    II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.

Greek Monolingual

ἐπίσκιος, -ον (Α)
1. σκιερός, σκοτεινόςτόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)
2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)
3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].

Greek Monotonic

ἐπίσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιερός, σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται σε σκιά, σκιασμένος, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων ἐπίσκιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκιος:
1) затененный, тенистый, темный (τόπος Plat., Arst., Plut.);
2) осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. χείρ Soph.);
3) уединенный, безвестный (βίος Plut.);
4) тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).

Middle Liddell

ἐπί-σκιος, ον σκιά
I. shaded, dark, obscure, Plat.
II. act. shading, c. gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος Soph.

English (Woodhouse)

shady, in shadow, in the shade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)