σφοδρότης: Difference between revisions
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σφοδρότης]], ητος, ἡ, [from [[σφοδρός]]<br />[[vehemence]], [[violence]], Xen. | |mdlsjtxt=[[σφοδρότης]], ητος, ἡ, [from [[σφοδρός]]<br />[[vehemence]], [[violence]], Xen. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[excitability]], [[vehemence]], [[violence]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:43, 4 July 2020
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt.306e; ἡ σ. δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ σ. Gal.16.534: in pl., Pl.Lg.733b; πάγων σφοδρότητες Thphr.CP5.12.2.
German (Pape)
[Seite 1051] ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σφοδρότης: -ητος, ἡ, ὁρμή, βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ τόλμα μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ δειλία γυναικός, ... ἡ σφοδρότης δὲ θηρός, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, ἐπίτασις, πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
véhémence, impétuosité, force.
Étymologie: σφοδρός.
Greek Monotonic
σφοδρότης: -ητος, ἡ, ορμητικότητα, ορμή, βία, παραφορά, δριμύτητα, ένταση, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφοδρότης -ητος, ἡ [σφοδρός] hevigheid, heftigheid, kracht, intensiteit.
Russian (Dvoretsky)
σφοδρότης: ητος ἡ тж. pl. страстность, порывистость или сила, мощь Xen., Plat., Plut.
Middle Liddell
σφοδρότης, ητος, ἡ, [from σφοδρός
vehemence, violence, Xen.