ἀστάθμητος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[σταθμάομαι]<br />[[unsteady]], [[unstable]], ἀστέρες Xen.; ὁ [[δῆμος]] ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] Dem.: [[uncertain]] of [[life]], Eur.; τὸ ἀστάθμητον [[uncertainty]], Thuc.
|mdlsjtxt=[σταθμάομαι]<br />[[unsteady]], [[unstable]], ἀστέρες Xen.; ὁ [[δῆμος]] ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] Dem.: [[uncertain]] of [[life]], Eur.; τὸ ἀστάθμητον [[uncertainty]], Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[changeable]], [[fickle]], [[unstable]], [[not to be depended on]]
}}
}}

Revision as of 15:59, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστάθμητος Medium diacritics: ἀστάθμητος Low diacritics: αστάθμητος Capitals: ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: astáthmētos Transliteration B: astathmētos Transliteration C: astathmitos Beta Code: a)sta/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons, ὁ δῆμος -ότατον πρᾶγμα D.19.136, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life, ἀ. αἰών E.Or.981 (lyr.); τὸ ἀ. τοῦ μέλλοντος the uncertainty of... Th. 4.62; τῆς συμφορᾶς Id.3.59; τύχης -ότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv. -τως D.Chr.4.122.

German (Pape)

[Seite 374] nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνθρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταθμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστάθμητος: -ον, ἄστατος, ἀσταθής, ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἀβεβαιότης αὐτοῦ…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.
Étymologie: ἀ, σταθμάω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de movimiento no constante o irregular ἀστέρες astros de curso u órbita irregular e.d. cometas X.Mem.4.7.5, ἀ. στῆθος pecho jadeante Charito 6.4.5
fig. que no se está quieto, inquieto ἄνθρωπος ὄρνις ἀ. Ar.Au.169
inconstante οἱ κακοί Pl.Ly.214c, δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τῶν πάντων D.19.136, τὸ ἀνθρώπειον Hld.5.4.7, ἄνθρωποι Plu.Cic.18.
2 impreciso, no fiable σταθμή D.Chr.67.2
fig. incierto, imprevisible αἰών E.Or.981, τύχης ... ἀσταθμητότερον οὐδέν Ph.2.85, ἀσταθμητότατον τύχης ἀνθρωπίνης κίνημα Hld.6.7.3, πρᾶγμα Hld.6.9.3, αἰτία Porph.Abst.1.9, γνώμη Aristaenet.1.28.9
τὸ ἀστάθμητον la incertidumbre, la imprevisibilidad τῆς ξυμφορᾶς Th.3.59, τοῦ μέλλοντος Th.4.62, τῆς τύχης D.C.44.27.2.
II adv. -ως de una manera incierta φέρεται D.Chr.4.122.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστάθμητος, -ον) σταθμώ
1. ο αζύγιστος
2. ο αβαρής
3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)
4. ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. ο κινητός, ο άστατος
2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστάθμητον
η αβεβαιότητα.

Greek Monotonic

ἀστάθμητος: -ον (σταθμάομαι), ασταθής, άστατος, ἀστέρες, σε Ξεν.· ὁ δῆμος ἀστάθμητον πρᾶγμα, σε Δημ.· αβεβαιότητα της ζωής, σε Ευρ.· τὸ ἀστάθμητον, το αβέβαιο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστάθμητος:
1) неустойчивый, подвижный (ἀστέρες Xen.);
2) непостоянный, изменчивый (ἄνθρωπος Arph.; δῆμος Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);
3) шаткий, ненадежный, непрочный (αἰών Eur.).

Middle Liddell

[σταθμάομαι]
unsteady, unstable, ἀστέρες Xen.; ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Dem.: uncertain of life, Eur.; τὸ ἀστάθμητον uncertainty, Thuc.

English (Woodhouse)

changeable, fickle, unstable, not to be depended on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)