ἀναβατός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anavatos
|Transliteration C=anavatos
|Beta Code=a)nabato/s
|Beta Code=a)nabato/s
|Definition=Ep. ἀμβατός, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be mounted]] or <b class="b2">scaled, easy to be scaled</b>, <span class="bibl">Il.6.434</span>, <span class="bibl">Od.11.316</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.27</span>.</span>
|Definition=Ep. ἀμβατός, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be mounted]] or [[scaled]], [[easy to be scaled]], <span class="bibl">Il.6.434</span>, <span class="bibl">Od.11.316</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.27</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:05, 5 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβᾰτός Medium diacritics: ἀναβατός Low diacritics: αναβατός Capitals: ΑΝΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anabatós Transliteration B: anabatos Transliteration C: anavatos Beta Code: a)nabato/s

English (LSJ)

Ep. ἀμβατός, όν,

   A to be mounted or scaled, easy to be scaled, Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.

German (Pape)

[Seite 181] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβατός: Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος ἔνζυμος, «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = ἄζυμος, Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
poét. ἀμβατός, ός, όν :
où l’on peut monter.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

(ἀναβᾰτός) -όν

• Alolema(s): poét. ἀμβᾰτός Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27; ἄμβᾰτος Hes.Op.681
1 que puede ser escalado, accesible πόλις Il.6.434, οὐρανός Od.11.316, de una altura, I.AI 3.76, de un templo, I.BI 5.195.
2 accesible, navegable θάλασσα Hes.Op.681.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναβατός, -ή, -ὸν)
αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς
(νεοελλ. και ανεβατός, -ή, -ό) (για το ψωμί) αυτό που ζυμώθηκε με προζύμι, ο ένζυμος άρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. ανάβατος].
και ανάβατος, -η, -ο
1. αυτός πάνω στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»
2. (για το ψωμί) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε ακόμη, λειψανάβατο, λειψό
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάβατο
προζύμι, φύραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβατός. Το αρκτικό α- πήρε τη στερ. σημασία του από τον αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

ἀναβᾰτός: Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβᾰτός: поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный (πόλις, οὐρανός Hom.).

Middle Liddell

ἀναβαίνω
to be mounted or scaled, easy to be scaled, Hom.