κίβισις: Difference between revisions
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kivisis | |Transliteration C=kivisis | ||
|Beta Code=ki/bisis | |Beta Code=ki/bisis | ||
|Definition=[<b class="b3">κῐ], ἡ</b>, Cypr. for | |Definition=[<b class="b3">κῐ], ἡ</b>, Cypr. for [[πήρα]] (Hsch.), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[pouch]], [[wallet]], such as Perseus wore, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>224</span>, <span class="bibl">Pherecyd.11</span> J., <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>177</span> (κίβησις Suid., <span class="bibl">Orion 87</span>; κύβεσις and κυβησία Hsch.; cf. [[κίββα]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:52, 7 July 2020
English (LSJ)
[κῐ], ἡ, Cypr. for πήρα (Hsch.),
A pouch, wallet, such as Perseus wore, Hes.Sc.224, Pherecyd.11 J., Call.Fr.177 (κίβησις Suid., Orion 87; κύβεσις and κυβησία Hsch.; cf. κίββα).
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, Tasche, Ranzen; Hes. Sc. 224; Callim. frg. 177; Zenob. 1, 41; nach VLL. cyprisch = πήρα; verwandt mit κιβωτός, Kiepe. Als v. l. findet sich κίβησις, κίβυσις u. κύβισις. Vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 1515.
Greek (Liddell-Scott)
κίβῐσις: κῐ, ἡ, λέξις Κυπρία ἀντὶ τοῦ πήρα (Ἡσύχ.), πήρα, σακκούλιον, οἷον ὁ Περσεὺς ἔφερεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Φερεκύδ. 26, Καλλιμάχ. Ἀποσπ. 177· ― ὡμοίαζε πρὸς τὸν σάκκον τῶν θηρευτῶν, ὡς φαίνεται ἐπὶ ἀγγείων, Κατάλογ. τῶν ἐν Βρεταν. Μουσ. Ἀγγείων 548, 641*, κίβισις ὡσαύτως ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ., κίβησις Σουΐδ., Ὠρίων σ. 87· κύβεσις καὶ κυβησία Ἡσύχ.· καὶ κίββα (Αἰόλ.), ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
besace, havresac.
Étymologie: mot chypr.
Greek Monolingual
κίβισις και κίβησις και κύβεσις, -εως και κυβησία, ἡ (Α)
(αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός.
Greek Monotonic
κίβῐσις: [κῐ], ἡ, σακούλι, δισάκι, σε Ησίοδ. (κυπριακή λέξη).
Russian (Dvoretsky)
κίβῐσις: εως (κῐ) ἡ (кипрск.) сумка, котомка Hes., Pind.
Middle Liddell
κί˘βῐσις, ιος
a pouch, wallet, Hes. [A Cyprian word.]
Frisk Etymology German
κίβισις: {kĭ́bĭsis}
Grammar: f.
Meaning: Sack, Ranzen (Hes. Sc. 224, Pherekyd., Kall., Pap.); nach H. kypr. = πήρα; auch κίβησις (Suid., Orion), κύβεσις, κυβησία H.;
Derivative: daneben, wohl als volkstümliche Kurzform mit Gemination, κίββα· πήρα. Αἰτωλοί H.; zu bemerken noch κίρβα· πήρα (cod. πειρά) H., ngr. κιρβέλλα kleiner Sack; dazu Kretschmer Glotta 11, 247.
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. zu σάκκος und θύλακος. Semitische Hypothese bei Lewy Fremdw. 91. S. auch κιβωτός.
Page 1,848