εὕστρα: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὕστρα''': ἢ εὔστρα (ἴδε Ἐτυμ. Μ. 398, 31), ἡ: (εὕω): τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐφλόγιζον, «ἐκαψάλιζαν» τοὺς χοίρους «εὔστρα, [[βόθρος]] ἐν ᾧ περιφλέγουσι τὰς τῶν ὑῶν τρίχας» (Εὐστ. 1446, 22), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1236, | |lstext='''εὕστρα''': ἢ εὔστρα (ἴδε Ἐτυμ. Μ. 398, 31), ἡ: (εὕω): τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐφλόγιζον, «ἐκαψάλιζαν» τοὺς χοίρους «εὔστρα, [[βόθρος]] ἐν ᾧ περιφλέγουσι τὰς τῶν ὑῶν τρίχας» (Εὐστ. 1446, 22), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1236, Πολυδ. ς΄, 91. ΙΙ. «κατὰ Παυσανίαν, τὸ ἐκ σταχύων καυθέντων [[ἔδεσμα]] τοὺς ἀνθέρικας ἀποβαλόντων, [[ἤτοι]] ὁ περικεκαυμένος [[στάχυς]]» Εὐστ. ἔνθ. ἀνωτ. ΙΙΙ. κωμικῶς, τὸ [[γυναικεῖον]] [[μόριον]], [[αὐτόθι]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:20, 7 July 2020
English (LSJ)
or εὔστρα (EM398.31), ἡ: (εὕω):—
A place for singeing slaughtered swine, Ar.Eq.1236 (pl.). II roasted barley, from which ἄλφιτα were made, Paus.Gr.Fr.184, cf. EM90.31. 2 a kind of pulse, PTeb.9.14, 11.9 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1099] ἡ, 1) der Ort, wo die geschlachteten Schweine abgesengt werden, Ar. Equ. 1232, wo εὔστραις steht, Schol. τὸ μαδιστήριον, ἀπὸ τοῦ εὔειν καὶ φλογίζειν τοὺς χοίρους; bei Poll. 6, 91 βόθροι ἐν οἷς εὕεται τὰ χοιρίδια. – 2) nach VLL. auch die geröstete Gerste, aus der ἄλφιτα gemacht wurden.
Greek (Liddell-Scott)
εὕστρα: ἢ εὔστρα (ἴδε Ἐτυμ. Μ. 398, 31), ἡ: (εὕω): τὸ μέρος ἔνθα ἐφλόγιζον, «ἐκαψάλιζαν» τοὺς χοίρους «εὔστρα, βόθρος ἐν ᾧ περιφλέγουσι τὰς τῶν ὑῶν τρίχας» (Εὐστ. 1446, 22), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1236, Πολυδ. ς΄, 91. ΙΙ. «κατὰ Παυσανίαν, τὸ ἐκ σταχύων καυθέντων ἔδεσμα τοὺς ἀνθέρικας ἀποβαλόντων, ἤτοι ὁ περικεκαυμένος στάχυς» Εὐστ. ἔνθ. ἀνωτ. ΙΙΙ. κωμικῶς, τὸ γυναικεῖον μόριον, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
att. c. εὔστρα.
Greek Monolingual
εὕστρα ή εὔστρα, ἡ (Α)
1. λάκκος στον οποίο καψάλιζαν τις τρίχες τών σφαγμένων χοίρων
2. καψαλισμένο, καβουρδισμένο κριθάρι, από το οποίο κατασκευάζονταν τα άλφιτα
3. είδος παλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύω].
Greek Monotonic
εὕστρα: ή εὔστρα (εὕω), μέρος όπου καψαλίζουν σφαγμένους χοίρους, σε Αριστοφ.