κατάβλημα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1, $2-$3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάβλημα''': τό, τὸ καταθετὸν ἢ καταβληθέν, πρβλ. προσκατάβημα. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] καταβιβαζόμενον, 1) [[παραπέτασμα]], τὸ [[καταπέτασμα]] τοῦ θεάτρου, [[Πολυδ]]. Δ΄, 127, 131: ― περὶ τῶν καταβλημάτων τῶν πλοίων ἴδε Böckh Att. Seewesen, σ. 161. 2) [[κράσπεδον]] ἢ κροσσωτὴ [[παρυφή]], Ἀθήν. 536Α. 3) ἐξωτερικὸν [[περικάλυμμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799.
|lstext='''κατάβλημα''': τό, τὸ καταθετὸν ἢ καταβληθέν, πρβλ. προσκατάβημα. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] καταβιβαζόμενον, 1) [[παραπέτασμα]], τὸ [[καταπέτασμα]] τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 127, 131: ― περὶ τῶν καταβλημάτων τῶν πλοίων ἴδε Böckh Att. Seewesen, σ. 161. 2) [[κράσπεδον]] ἢ κροσσωτὴ [[παρυφή]], Ἀθήν. 536Α. 3) ἐξωτερικὸν [[περικάλυμμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάβλημα Medium diacritics: κατάβλημα Low diacritics: κατάβλημα Capitals: ΚΑΤΑΒΛΗΜΑ
Transliteration A: katáblēma Transliteration B: katablēma Transliteration C: katavlima Beta Code: kata/blhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A overthrow, in argument, πτῶμά τοι τὸ κ. Democr.125.    II anything let down: hence,    1 in ships, tarpaulin for keeping off missiles, IG22.1629.409, 1631.262,al.    2 curtain, drop-scene of a theatre, in pl., Poll.4.127,131.    3 skirt, fringe, Duris14J.    4 outer wrapper, Hp.Art.33.    III payment, dub. in IG12.354.

German (Pape)

[Seite 1340] τό, das Herabgeworfene, Niedergelassene, der Vorhang im Theater, der bei den Alten herabgelassen wird, u. der die Decorationen vorstellende Ueberwurf über die περίακτοι, Poll. 4, 127. 131; – das Darübergeworfene, Umwurf, Ath. XII, 536 a; Umschlag, Medic. – Bei den Schiffen ein Stück der Takelage, Att. Seew. p. 160.

Greek (Liddell-Scott)

κατάβλημα: τό, τὸ καταθετὸν ἢ καταβληθέν, πρβλ. προσκατάβημα. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα καταβιβαζόμενον, 1) παραπέτασμα, τὸ καταπέτασμα τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 127, 131: ― περὶ τῶν καταβλημάτων τῶν πλοίων ἴδε Böckh Att. Seewesen, σ. 161. 2) κράσπεδον ἢ κροσσωτὴ παρυφή, Ἀθήν. 536Α. 3) ἐξωτερικὸν περικάλυμμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799.

Greek Monolingual

το (Α κατάβλημα) καταβάλλω
κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά.
αρχ.
1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.)
2. (για πλοία) παράρρυμα, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων
3. (για υφάσματα) η κροσσωτή παρυφή, το κράσπεδο, η ούγια
4. εξωτερικό περίβλημα, περικάλυμμα
5. επιγρ. η πληρωμή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάβλημα -ατος, τό [καταβάλλω] verwerping:. πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα de verwerping betekent je eigen val Democr. B 125. geneesk. verband, windsel.