πολυκτημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυκτημοσύνη''': ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, | |lstext='''πολυκτημοσύνη''': ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[πολυκτήμων]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] κτήματα, να [[είναι]] πολύ [[πλούσιος]]. | |mltxt=ἡ, Α [[πολυκτήμων]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] κτήματα, να [[είναι]] πολύ [[πλούσιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκτημοσύνη: ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, μεγάλη περιουσία κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολυκτήμων
το να έχει κάποιος πολλά κτήματα, να είναι πολύ πλούσιος.