πολυκτημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκτημοσύνη''': ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, [[Πολυδ]]. Γ΄, 110, κτλ.
|lstext='''πολυκτημοσύνη''': ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πολυκτήμων]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] κτήματα, να [[είναι]] πολύ [[πλούσιος]].
|mltxt=ἡ, Α [[πολυκτήμων]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] κτήματα, να [[είναι]] πολύ [[πλούσιος]].
}}
}}

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκτημοσύνη Medium diacritics: πολυκτημοσύνη Low diacritics: πολυκτημοσύνη Capitals: ΠΟΛΥΚΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: polyktēmosýnē Transliteration B: polyktēmosynē Transliteration C: polyktimosyni Beta Code: polukthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.

German (Pape)

[Seite 665] ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκτημοσύνη: ἡ, τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, μεγάλη περιουσία κτημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 268, Πολυδ. Γ΄, 110, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολυκτήμων
το να έχει κάποιος πολλά κτήματα, να είναι πολύ πλούσιος.