χειροτέχνημα: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροτέχνημα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Βαβρ. 30.4, | |lstext='''χειροτέχνημα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.
German (Pape)
[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.
Greek Monolingual
το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι («έκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).
Greek Monotonic
χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
χειροτέχνημα: ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.
Middle Liddell
χειροτέχνημα, ατος, τό,
a work of art, Babr. [from χειροτέχνης