βίβλινος: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vivlinos | |Transliteration C=vivlinos | ||
|Beta Code=bi/blinos | |Beta Code=bi/blinos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[made of]] | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[made of]] [[βίβλος]] (βύβλος), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>544.4</span> (ii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:05, 7 July 2020
English (LSJ)
η, ον,
A made of βίβλος (βύβλος), BGU544.4 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 444] οἶνος, Hes. O. 589; πῶμα Eur. Ion. 1195; Theocr. 14, 15; nach Ath. I, 31 a von den Biblinischen Bergen in Thracien; nach Göttling zu Hes. starker Wein aus getrockneten Weinbeeren (βίβλος).
Greek (Liddell-Scott)
βίβλινος: οἶνος, ὁ, κληθεὶς οὕτως, ὡς λέγεται, ἔκ τινος μέρους τῆς Θρᾷκης, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 587, Θεοκρ. 14. 15, Ἀθήν. 1. 34· γράφεται Βύβλινος ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1195· καὶ ἴσως ἁ βυβλία καὶ ἁ βυβλίνα μασχάλα ἐν τῇ Κρητ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 58, 92) σημαίνουσι τὸν ἀμπελῶνα.
Greek Monolingual
βίβλινος και βύβλινος (Α)
1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο
2. φρ. «βίβλινος οἶνος» — ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης προελεύσεως, για την ερμηνεία της οποίας ήδη από την αρχαία εποχή έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις: βίβλινος αντί του βύβλινος («κρασί της φοινικικής πόλης Βύβλου») < Βύβλος. Κατ' άλλους, βίβλινος < βιβλίνη άμπελος (είδος θρακικής αμπέλου) ή < Βιβλία (αρχαία χώρα της Θράκης) ή τέλος < Βι(μ)βλίνη, ονομασία ποταμού της Νάξου].
Middle Liddell
βίβλινος, οἶνος , Biblian wine, from Biblis in Thrace, Hes., Theocr.: βύβλινος in Eur.